Τα βίαια επεισόδια που σημειώνονται στο Ιράκ τα τελευταία δέκα χρόνια παρουσίασαν φέτος νέα άνοδο με περισσότερους από 6.200 θανάτους να έχουν καταγραφεί από τον Ιανουάριο, προκαλώντας φόβους ότι η χώρα βυθίζεται και πάλι στην διαδογματική βία που είχε αιματοκυλήσει το Ιράκ μετά την επέμβαση των ΗΠΑ το 2003.
Σήμερα επιθέσεις σημειώθηκαν στη δυτική Βαγδάτη και στις πόλεις Αμπού Γράιμπ, Φαλούτζα, Μπακούμπα, Τικρίτ, Σαμάρα, Μοσούλη και Ταρμίγια, όπου ζουν κυρίως σουνίτες.
Η πιο αιματηρή επίθεση πραγματοποιήθηκε στην Ταρμίγια, μια πόλη βόρεια της Βαγδάτης, όπου τις τελευταίες εβδομάδες έχουν καταγραφεί πολλά βίαια επεισόδια.
Δύο βόμβες εξερράγησαν μπροστά στη νομαρχία και την ώρα που οι άνθρωποι απομακρύνονταν από το σημείο της επίθεσης δύο βομβιστές αυτοκτονίας πυροδότησαν τα εκρηκτικά που έφεραν.
Συνολικά εννέα άνθρωποι σκοτώθηκαν και 17 τραυματίστηκαν, σύμφωνα με αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας.
Στη Βαγδάτη έξι άνθρωποι σκοτώθηκαν από την έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου στη συνοικία Μπαγιάα, όπου ζουν κυρίως σιίτες, ενώ από μια έκρηξη στην κυρίως σουνιτική συνοικία Αμρίγια τραυματίστηκαν πέντε άνθρωποι.
Επίσης τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Αμπού Γράιμπ και τη Φαλούτζα, ενώ τρεις ακόμη έχασαν τη ζωή τους από την έκρηξη βόμβας στη Μοσούλη.
Δύο αστυνομικοί σκοτώθηκαν σε μια συντονισμένη επίθεση εναντίον ενός κέντρου παροχής κοινωνικής βοήθειας της αστυνομίας στην Τικρίτ, όπου μετά την έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου ακολούθησε ανταλλαγή πυρών μεταξύ των ανταρτών και των δυνάμεων ασφαλείας. Σύμφωνα με αξιωματούχους, οι δυνάμεις ασφαλείας κατάφεραν να εξουδετερώσουν δύο βομβιστές αυτοκτονίας πριν προλάβουν να πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά που έφεραν.
Η αύξηση των αιματηρών επιθέσεων, από τις οποίες σχεδόν 950 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους τον Νοέμβριο, ώθησε τις αρχές του Ιράκ να ζητήσουν βοήθεια από τις ΗΠΑ.
Από την αρχή της χρονιάς στόχος των επιθέσεων είναι αστυνομικοί, στρατιώτες ή πολίτες, καφετέριες, τεμένη, εστιατόρια, ακόμη και ποδοσφαιρικά γήπεδα.
Για να αντιμετωπιστεί το κύμα βίας, οι αρχές της χώρας έχουν υιοθετήσει νέα μέτρα. Η κυκλοφορία έχει περιοριστεί στη Βαγδάτη, ενώ η ιρακινή κυβέρνηση έχει ξεκινήσει επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών που έχουν οδηγήσει, σύμφωνα με τις αρχές, στη σύλληψη εκατοντάδων ανδρών και τον θάνατο δεκάδων άλλων.
Όμως «τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση δεν αρκούν για το εύρος του προβλήματος», όπως εκτιμά ο Ίσαμ αλ Φάλι, καθηγητής πολιτικής ιστορίας σε πανεπιστήμιο του Βαγδάτης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η κατάσταση στο Ιράκ έχει επιδεινωθεί (…) και (τα μέτρα που έχει υιοθετήσει) η κυβέρνηση δεν είναι επαρκή».
Οι αρχές του Ιράκ δηλώνουν ιδιαίτερα ανήσυχες από την επανεμφάνιση ομάδων που συνδέονται με την αλ Κάιντα και οι οποίες έχουν ενδυναμωθεί από τη σύρραξη στη γειτονική Συρία, ενώ κατηγορούν σουνίτες αντάρτες για την πλειονότητα των επιθέσεων.
Αναλυτές και διπλωμάτες συμφωνούν ότι οι ιρακινές αρχές δεν έχουν καταφέρει να διαχειριστεί την αγανάκτηση της σουνιτικής μειονότητας, που πιστεύει ότι είναι θύμα διακρίσεων από την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Νούρι αλ Μάλικι, στην οποία κυριαρχούν οι σιίτες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Απήγαγαν και εκτέλεσαν έξι σουνίτες στα βόρεια της Βαγδάτης
Χάος στο Ιράκ από τις επιθέσεις αίματος – Πάνω από 79 νεκροί μέσα σε μία ημέρα