Σε μια ανακοίνωση την οποία επικαλείται το αμερικανικό περιοδικό People, ο Πίτερ Ο’ Τουλ δηλώνει: “Είναι καιρός για μένα να σταματήσω. Να απομακρυνθώ από τη σκηνή και τον κινηματογράφο. Δεν έχω πια την αντοχή και δεν θα την έχω ξανά”.
“Η επαγγελματική ζωή μου ως ηθοποιού –στην οθόνη και στη σκηνή– μου έφερε τη στήριξη του κοινού, τη συναισθηματική άνθηση και τις υλικές ανέσεις”, προσθέτει ο διάσημος ηθοποιός.
“Με έφερε σε επαφή με υπέροχους ανθρώπους, με καλούς συντρόφους με τους οποίους μοιράστηκα την αναπόφευκτη μοίρα όλων των ηθοποιών: τις αποτυχίες και τις επιτυχίες”.
“Εντούτοις πιστεύω ότι καθένας πρέπει να αποφασίζει ο ίδιος πότε είναι καιρός να σταματήσει. Γι’ αυτό αποχαιρετώ το επάγγελμα, με στεγνά μάτια και με μια βαθιά ευγνωμοσύνη”, γράφει ακόμη ο Πίτερ Ο’ Τουλ.
Οι πράκτορες του ηθοποιού στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη δεν έχουν ακόμη επιβεβαιώσει την πληροφορία.
Γιός ενός ιρλανδού πράκτορα στοιχημάτων, ο Πίτερ Ο’ Τουλ πέρασε τα νεανικά του χρόνια στη βόρεια Αγγλία. Μετά το σχολείο έγινε δημοσιογράφος και έκανε ραδιόφωνο πριν αποφασίσει να γίνει ηθοποιός. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών μαζί με τους Άλμπερτ Φίνεϊ, Άλαν Μπέιτς και Ρίτσαρντ Χάρις, που έμελλαν να γίνουν διάσημοι ηθοποιοί. Στη σκηνή ανέβηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 17 ετών στο Λονδίνο και στη συνέχεια ερμήνευσε δράματα του Σαίξπηρ πριν γίνει διάσημος με τον “Λόρενς της Αραβίας” σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λιν. Προβλήματα υγείας, που αρχικά αποδόθηκαν σ’ ένα πρόβλημα αλκοολισμού, αλλα στη συνέχεια αποκαλύφθηκε πως οφείλονταν σε καρκίνο του στομάχου, απείλησαν την καριέρα και τη ζωή του στη δεκαετία του 1970, αλλά ξεπέρασε αυτά τα προβλήματα κόβοντας το αλκοόλ.
Ο Πίτερ Ο’ Τουλ ήταν οκτώ φορές υποψήφιος για Όσκαρ στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, που περιέλαβε αξιόλογες ερμηνείες στον “Καλιγούλα” το 1979 και τον “Τελευταίο Αυτοκράτορα” το 1987, όμως δεν κέρδισε ποτέ το βραβείο. Τιμήθηκε ωστόσο το 2003 με Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο.