Ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έριξε τη βόμβα ανακοινώνοντας ότι τελικά αποχωρεί από την προεδρική κούρσα για τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου μετά τους εσωκομματικούς τριγμούς.
Από την επιμονή του Τζο Μπάιντεν στην παραίτηση από την κούρσα των αμερικανικών εκλογών μεσολάβησε ένα χαοτικό 48ωρο. Ενώ την Παρασκευή (19.07.2024) διαβεβαίωνε για την πρόθεσή του να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, την Κυριακή ανακοίνωσε ότι αποσύρεται, δείχνοντας ως διάδοχό του την αντιπρόεδρό του Κάμαλα Χάρις.
Ο Τζο Μπάιντεν με την ανακοίνωσή του τερμάτισε την εκστρατεία επανεκλογής του, καθώς πλήθαιναν ολοένα και περισσότερα οι φωνές των Δημοκρατικών που τον καλούσαν να αποσυρθεί από την προεδρική κούρσα, μην πιστεύοντας ότι ο 81χρονος Μπάιντεν έχει τη διανοητική οξύτητα και ικανότητα να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Σε όλο το τόξο της αμερικανικής ιστορίας οι εν ενεργεία πρόεδροι δεν συνηθίζουν να εγκαταλείπουν το αξίωμα ούτε την κούρσα για επανεκλογή οικειοθελώς.
Στις σπάνιες περιπτώσεις που αυτό συμβαίνει ακούσια, δεν είναι οι αντίπαλοί τους που τους αναγκάζουν να κάνουν αυτό αλλά οι – φαινομενικά – σύμμαχοί τους, άνθρωποι μέσα από το ίδιο τους το κόμμα.
Αυτό ακριβώς συνέβη με τον Μπάιντεν αυτό το καλοκαίρι. Είκοσι τέσσερις ημέρες μετά από μια εξαιρετικά αδύναμη εμφάνιση σε ένα ντιμπέιτ απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ (στις 27.06.2024) ο Μπάιντεν προσπάθησε με συνεντεύξεις, ομιλίες και προσωπικές εκκλήσεις να άρει την δυσπιστία στο πρόσωπό του.
Ήταν σαφές ότι ήταν έτοιμος να συνεχίσει να προσπαθεί. Δεν τα κατάφερε. Απομονωμένος λόγω κορονοϊού στο εξοχικό του στο Ντέλαγουερ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πια πολύ αργά και αφού άλλες ηγετικές φυσιογνωμίες των Δημοκρατικών κατέστησαν αδιαμφισβήτητα σαφές ότι είχαν ήδη και αμετάκλητα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς 81 ετών, όπως είναι ο Μπάιντεν, για να αντιληφθεί τις ιστορικές διαστάσεις όσων συνέβησαν την Κυριακή (21.07.2024) σημειώνει το Politico, αλλά κανείς κάτω από την ηλικία των 55 ετών δεν θα έχει ούτε τις πιο αμυδρές παιδικές αναμνήσεις από το πιο πρόσφατο προηγούμενο.
Ο Μπάιντεν ήταν ένας 31χρονος νέος γερουσιαστής, που ήταν εκλεγμένος κάτι λιγότερο από δύο χρόνια, την καυτή ημέρα του Αυγούστου πριν από μισό αιώνα, όταν ο Ρίτσαρντ Μ. Νίξον απηύθυνε τηλεοπτικό διάγγελμα προς το έθνος και γινόταν ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που παραιτήθηκε από το αξίωμά του.
«Δεν υπήρξα ποτέ κάποιος που παραιτείται», τόνισε ο Νίξον, στις 8 Αυγούστου 1974, ανακοινώνοντας ότι θα αποχωρούσε από το αξίωμα το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. «Το να εγκαταλείψω το αξίωμά μου πριν ολοκληρωθεί η θητεία μου είναι απεχθές για κάθε ένστικτο του σώματός μου».
Η παραίτησή του ήρθε ως συνέχεια του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, σε μια απόπειρα να αποφύγει την καθαίρεσή του από το αξίωμα του Προέδρου. Η θητεία του συνδέθηκε τόσο με την κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ, όσο και με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από εκεί το 1973.
Τον αντικατέστησε ο δεύτερος αντιπρόεδρός του, Τζέραλντ Φορντ, ο οποίος και του απέδωσε χάρη για οποιοδήποτε αδίκημα διέπραξε επί θητείας του, από τις 20 Ιανουαρίου 1969 έως τις 9 Αυγούστου 1974.
Η ορατή πίεση προς το πρόσωπο του Μπάιντεν προήλθε από έναν καταιγισμό δημόσιων εκκλήσεων από λιγότερο επιφανείς Δημοκρατικούς και από έναν χείμαρρο ειδήσεων με πηγές από το παρασκήνιο που καθιστούσαν σαφές ότι οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη επιρροή στο κόμμα – η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, ο ηγέτης της πλειοψηφίας της Γερουσίας Τσαρλς Σούμερ και ο ηγέτης της μειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων Χακίμ Τζέφρις – πίστευαν ότι ο Μπάιντεν είχε πολύ λίγες πιθανότητες να νικήσει τον Τραμπ στις εκλογές.
Όπως και με τον Νίξον, η απόφαση του Μπάιντεν έμοιαζε αναπόφευκτη – και όμως τα νέα όταν ήρθαν ήταν ακόμη και έτσι εντυπωσιακά.
Σε επιστολή του, η οποία αναρτήθηκε στο X, απευθυνόμενος στους «συμπατριώτες του Αμερικανούς», είπε ότι ήταν «η μεγαλύτερη τιμή της ζωής μου να υπηρετήσω ως πρόεδρός σας».
«Αν και ήταν πρόθεσή μου να επιδιώξω την επανεκλογή μου, πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον του κόμματός μου και της χώρας να παραιτηθώ και να επικεντρωθώ αποκλειστικά στην εκπλήρωση των καθηκόντων μου ως προέδρου για το υπόλοιπο της θητείας μου».
Σε αντίθεση με την περίπτωση του Νίξον, ο Μπάιντεν δεν φεύγει ατιμασμένος, αλλά με τους περισσότερους ανθρώπους στο κόμμα του – τώρα που έκανε την επιλογή του – έτοιμους να τον «λούσουν» με τιμές, σημειώνει το ίδιο δημοσίευμα.
Τα σημάδια δείχνουν ότι ο Μπάιντεν και η οικογένειά του είναι δυσαρεστημένοι με μορφές της παράταξης των Δημοκρατικών που τον ανάγκασαν -ή στην περίπτωση του Μπαράκ Ομπάμα – που δεν τον υπερασπίστηκαν σθεναρά και επίμονα – αλλά η απόφασή του αντιπροσωπεύει κατά κάποιον τρόπο έναν πλήρη κύκλο στη σκέψη του.
Παρόλο που ποτέ δεν δεσμεύτηκε να διεκδικήσει μόνο μία θητεία, πολλοί από τους συμβούλους του υπέθεσαν κάποτε ότι αυτό θα συνέβαινε.
Το 2020 ο Μπάιντεν δήλωσε: «Κοιτάξτε, βλέπω τον εαυτό μου ως γέφυρα, όχι ως κάτι άλλο».
Αν και πιεσμένος σωματικά και πολιτικά, στον απόηχο της απόφασης, η οικογένεια του Μπάιντεν ήταν ξεκάθαρη στην αγάπη και την υποστήριξή της, επαινώντας τον για την υπηρεσία του στη χώρα.
Η Τζιλ Μπάιντεν του έστειλε την αγάπη της το απόγευμα της Κυριακής, κάνοντας retweet την επιστολή του με δύο κόκκινες καρδιές.