Ήταν μέλος του «Λευκού Ρόδου», της οργάνωσης που προσπάθησε να «σηκώσει ανάστημα» στον Αδόλφο Χίλτερ και τους Ναζί αλλά ξεκληρίστηκε από τη Γκεστάπο. Η Τρότε Λάφρεντς ήταν ενεργό μέλος, συνελήφθη και φυλακίστηκε δυο φορές αλλά δεν εκτελέστηκε όπως οι σύντροφοί της.
Η Τρότε Λάφρεντς έφυγε από τη ζωή στις 6 Μαρτίου, στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Τον Μάιο θα γινόταν 104 ετών. Στη ζωή της, τα έζησε όλα. Κυρίως τον αγώνα ενάντια στο καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ και των Ναζί.
Ήταν η τελευταία επιζήσσα του «Λευκού Ρόδου», της αντιναζιστικής φοιτητικής οργάνωσης που έγραψε τη δική του, σύντομη, ιστορία.
Σε μια εποχή τρόμου και αλλά και πολέμου για τη Γερμανία, οι φοιτητές του «Λευκού Ρόδου» βρήκαν το θάρρος να αντισταθούν στο ναζιστικό καθεστώς, μεταξύ άλλων, πετώντας φυλλάδια στο πανεπιστήμιο του Μονάχου τον χειμώνα του 1942-43 με τα οποία καλούσαν τους Γερμανούς να εξεγερθούν.
Η γνωριμία με τον Χανς και τη Σόφι Σολ
Φοιτήτρια της Ιατρικής, τότε, η Τρότε Λάφρεντς είχε γνωρίσει τον Χανς Σολ, έναν από τους ιδρυτές της οργάνωσης μαζί με αδελφή του, Σόφι, και τον Κρίστοφ Προμπστ, το καλοκαίρι του 1941.
Η Τρότε θα έβρισκε μια μέρα ένα φυλλάδιο και θα καταλάβαινε ότι ο συντάκτης του ήταν ο Χανς Σολ από τις λογοτεχνικές αναφορές που χρησιμοποιούσε εκείνος στις εργασίες του. Εντάχθηκε αμέσως στην οργάνωση για να ταξιδέψει στη συνέχεια στο Αμβούργο με εκατοντάδες φυλλάδια στη βαλίτσα της όπου τα μοίρασε με τη βοήθεια φίλων της.
Η Τρότε ήταν επίσης εκείνη που μετέφερε τα δυσάρεστα νέα στην οικογένεια Σολ όταν ο Χανς και η Σόφι έπεσαν στα χέρια της Γκεστάπο. Έπειτα από μια δίκη που έγινε με συνοπτικές διαδικασίες, ο Χανς η Σόφι και ο Κρίστοφ Προμπστ εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού στις φυλακές Στάντελχαϊμ της Βαυαρίας. Το ίδιο τέλος είχε ο καθηγητής τους, της Φιλοσοφίας, Κουρτ Χέμπερ.
Σύλληψη από την Γκεστάπο και η απελευθέρωση
Ήταν Απρίλιος του 1943 όταν στα χέρια της Γκεστάπο έπεσε και η Τρότε Λάφρεντς. Πέρασε από την ίδια συνοπτική δίκη αλλά γλίτωσε τον θάνατο με φυλάκιση ενός έτους για «συνέργεια».
Μια νέα σύλληψη την περίμενε στο Αμβούργο λίγο μετά την αποφυλάκισή της, αλλά και μια νέα καταδίκη, αλλά και αυτή τη φορά όχι σε θάνατο. Η Τρότε μεταφερόταν από φυλακή σε φυλακή έως τον Απρίλιο του 1945, χρονιά που βρήκε επιτέλους την ελευθερία της από τις φυλακές του Μπάιρεουτ.
Δυο χρόνια αργότερα, θα αναζητούσε μια νέα ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη νέα της πατρίδα ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο του Σαν Φραντσίσκο, ξεκίνησε να εργάζεται ως γιατρός και παντρεύτηκε τον Βέρνον Πέιτζ με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ως επικεφαλής του Esperanza School, ένα σχολείο ειδικής αγωγής στο Σικάγο, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής της στα παιδιά με προβλήματα ανάπτυξης.
Για περισσότερο από μισό αιώνα αναμείχθηκε ενεργά με το ανθρωποσοφιστικό κίνημα, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής της πέρασε στο Γιόνγκς Άιλαντ, μια ήσυχη περιοχή στη Νότια Καρολίνα.
«Ηρωίδα της ελευθερίας και της ανθρωπότητας»
Στα 100ά της γενέθλια, το 2019, ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ την τίμησε με την ανώτατη διάκριση του γερμανικού κράτους ως «ηρωίδα της ελευθερίας και της ανθρωπότητας».
«Η Τρότε Λάφρεντς», θα έλεγε τότε ο Γερμανός πρόεδρος, «ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που, αντιμέτωποι με τα εγκλήματα των ναζί, είχαν το θάρρος να ακούσουν τη φωνή της συνείδησής τους και να εξεγερθούν εναντίον της δικτατορίας και της γενοκτονίας των Εβραίων».
Η άγνωστη ιστορία και η ταινία
Η ιστορία της Τρότε Λάφρεντς δεν έγινε ποτέ τόσο γνωστή όσο του Χανς και της Σόφι Σολ.
Η δική τους μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2005 με την ταινία «Σόφι Σολ – Οι Τελευταίες Μέρες» (Sophie Scholl – Die letzten Tage) σε σκηνοθεσία Μαρκ Ρόθεμουντ.
Η ταινία απέσπασε το βραβείο της Αργυρής Άρκτου για τη σκηνοθεσία του Ρούθεμουντ και ακόμη ένα για την ερμηνεία της Γιούλα Γεντς στον ρόλο της Σόφι. Ήταν επίσης υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Η Σοφί Σολ, με την ιδιαίτερη κόμη της και το αποφασιστικό της χαμόγελο, είχε γίνει πολύ πριν το πλέον εμβληματικό πρόσωπο της γερμανικής αντίστασης.
Εκατοντάδες σχολεία στη Γερμανία φέρουν το όνομά της, ενώ το 2003 ψηφίστηκε ως η τέταρτη αγαπημένη προσωπικότητα των Γερμανών πίσω από τον Κόνραντ Αντενάουερ, τον Μαρτίνο Λούθηρο και τον Κάρολο Μαρξ.