Το τσουνάμι είναι θαλάσσιο φαινόμενο που δημιουργείται κατά την απότομη μετατόπιση μεγάλων ποσοτήτων νερού σε ένα υδάτινο σχηματισμό όπως ένας ωκεανός, μια θάλασσα, μια λίμνη ή ένα φιόρδ. Το τσουνάμι εκδηλώνεται με κύματα που στα βαθιά νερά των ωκεανών (μέσο βάθος 4500 μέτρα) οδεύουν με ταχύτητα 210 μέτρων/δευτερόλεπτο ή 756 χιλιομέτρων/ώρα (παραπάνω από το μισό της ταχύτητας του ήχου στην ατμόσφαιρα της Γης), διαδίδονται με μέτωπα κυμάτων που μπορούν να πλησιάσουν σε πλάτος ακόμα και τη γήινη περίμετρο και οδεύουν με σύνηθες μήκος κύματος της τάξης των 50-400 χιλιομέτρων και ύψος συνήθως από μερικά εκατοστά ως ένα μέτρο (ή το πολύ δύο μέτρα, κοντύτερα στην εστία δημιουργίας του).
Φτάνοντας σε ρηχά νερά χάνουν την ταχύτητά τους ως και 20 φορές, αρχικά στο μπροστινό τους μέτωπο που φτάνει πρώτο στα ρηχά, και έτσι το μήκος τους μικραίνει, καθώς το πίσω μέρος του κύματος ταξιδεύει ακόμη με σχετικά μεγαλύτερη ταχύτητα. Καθώς το μήκος του κύματος ενός τσουνάμι αλλάζει σταδιακά, ακολουθώντας τη μεταβολή της μέσης ταχύτητάς του, σύμφωνα με το βάθος της θάλασσας που διατρέχει, η ορμή του διατηρείται (θεωρώντας προσεγγιστικά πως δεν εξαπλώνεται και κατά πλάτος) με αντίστοιχη μεταβολή του ύψους του και είναι ο λόγος για τον οποίο γίνεται καταστρεπτικό φθάνοντας στις ακτές, όπου κεδρίζει σε ύψος.
Η αρχική απότομη μετατόπιση του νερού που προκαλεί τη γένεση ενός τσουνάμι μπορεί να είναι αποτέλεσμα σεισμού, κυρίως υποθαλάσσιου που προκαλεί κατακόρυφη ανάταξη του βυθού, παραθαλάσσιας κατάρρευσης βουνοπλαγιάς ή ηφαιστείου, υποβρύχιας ηφαιστειακής έκρηξης ή πτώσης ικανού μεγέθους ουράνιου σώματος στη θάλασσα. Ενώ σε βαθιά νερά το τσουνάμι, λόγω των χαρακτηριστικών του εκεί, δε θεωρείται σοβαρός κίνδυνος για τις πλέουσες κατασκευές, φτάνοντας στις ακτές έχει ιδιαίτερα καταστρεπτικές συνέπειες.
Η ονομασία του, που αποτελεί διεθνή όρο, προέρχεται από τις ιαπωνικές λέξεις τσου-νάμι (tsu, 津, harbor, λιμάνι και nami, 波, wave, κύμα), που θα μεταφράζονταν στα ελληνικά σαν «κύμα του λιμανιού». Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους Ιάπωνες, που πλήττονται συχνά από αυτά, λόγω του ότι δεν γίνονται αντιληπτά και δεν αποτελούν κίνδυνο για τα πλοία στην ανοιχτή θάλασσα, αλλά είναι πολύ καταστρεπτικά όταν φθάσουν σε παράλιες περιοχές.
Το τσουνάμι πολλοί το αποκαλούν παλιρροϊκό κύμα ή «θαλάσσιο σεισμικό κύμα». Ο πρώτος όρος αποδίδεται λανθασμένα καθώς αφορά, στη Γη, την 6ωρη περιοδική μετατόπιση υδάτινων μαζών του πανήτη λόγω των βαρυτικών επιδράσεων από τη Σελήνη και τον Ήλιο που τείνουν να παραμορφώνουν τη Γη και το καταφέρνουν στο ευκίνητο μέρος της, την υδρόσφαιρα. Ο δεύτερος όρος αποδίδεται σωστά καθώς το τσουνάμι είναι παράγωγο οδεύον κύμα θραύσης μεγάλης κλίμακας και μελετάται με σεισμολογικούς όρους.
Παράλληλα, υπάρχει και ο όρος «Μετεο-τσουνάμι» για μεγάλα κύματα που προκαλούνται από μετεωρολογικά φαινόμενα, ενώ συχνά χρησιμοποιείται και ο άτυπος όρος «Μεγα-τσουνάμι» να περιγράψει τα πολύ μεγάλα τσουνάμι.
Τα κύματα αυτά, έχουν μεγάλο μήκος κύματος και μεταφέρουν τεράστια ποσά ενέργειας. Ενώ μία σειρά μεγάλων θαλάσσιων κυμάτων που προκαλούνται από τον άνεμο, έχουν μέγιστο μήκος κύματος (απόσταση από κορυφή σε κορυφή κύματος) τα 100 – 150 μέτρα και περιοδικότητα μερικά δευτερόλεπτα, τα τσουνάμι έχουν τεράστια μήκη κύματος που μπορεί να φτάσουν τα 100 ή και τα 200 χιλιόμετρα και περιοδικότητα ακόμα και άνω της 1 ώρας.
Όσο διαδίδονται στην ανοιχτή θάλασσα με μεγάλο βάθος, έχουν ελάχιστο ύψος που δεν ξεπερνά συνήθως τα δύο μέτρα και ταξιδεύουν προς όλες τις επιτρεπτές από τον αρχικό σχηματισμό του μετώπου, κατευθύνσεις, με ταχύτητα 700 – 800 χλμ/ώρα. Παρά την τρομακτική αυτή ταχύτητα, δεν γίνονται αντιληπτά από τα πλοία στην ανοιχτή θάλασσα, ούτε καν από βάρκες, καθώς φαίνονται σαν μία φουσκοθαλασσιά (λείας και αδιάσπαστης επιφάνειας, με κορυφές που δεν σκάνε, ούτε ασπρίζουν) που περνάει «σαν αστραπή» και φεύγει.
Φθάνοντας όμως στα ρηχά, λόγω της μείωσης του βάθους αναδιπλώνονται και ενώ χάνουν ταχύτητα, κερδίζουν σε ύψος. Όταν τελικώς σκάσουν στην ακτή, αν και η ταχύτητα πρόσκρουσης συνήθως είναι 40 χλμ/ώρα, το τελικό ύψος τους μπορεί να ποικίλλει από 5 ως θεωρητικά 100 μέτρα (περίπτωση πιθανής κατάρρευσης στο νησί La Palma[2]) ή και παραπάνω σε περίπτωση πρόσκρουσης ουράνιου σώματος στη θάλασσα. Πρακτικά αρκεί να φτάσει τα 2 μέτρα για να υπάρξουν ζημιές και θύματα.
Η έκδοση έκτακτου δελτίου για επερχόμενο τσουνάμι είναι σχετικά απλή υπόθεση, αν έχει προηγηθεί σημαντική επένδυση σε μη επανδρωμένους σταθμούς παρακολούθησης, σε δίκτυα που βρίσκεται μακριά από την ξηρά (σε συνδυασμό με σεισμογράφους). Χώρες όπως η Ιαπωνία (και μετά τον σεισμό του 2004 και χώρες γύρω από την περιοχή του Ινδικού Ωκεανού) έχουν ποντίσει και χρησιμοποιούν τέτοια δίκτυα.
Πριν χτυπήσει ένα ισχυρό τσουνάμι, η στάθμη της θάλασσας χαμηλώνει και το νερό αποτραβιέται από την ακτή, δίνοντας την εντύπωση ότι «όλη η θάλασσα έφυγε προς τα πίσω». Αυτό είναι ένα πολύτιμο σημάδι για όσους βρίσκονται σε περιοχή που πρόκειται να χτυπήσει τσουνάμι που δεν διαθέτει σύστημα πρόγνωσης ή αν στο συγκεκριμένο σημείο δεν υπάρχει πρόσβαση σε Μ.Μ.Ε.
Αν γίνει κάτι τέτοιο αντιληπτό, τότε όλοι πρέπει αμέσως να αρχίσουν να τρέχουν προς το εσωτερικό της ξηράς, μακριά από την ακτή, χωρίς να σταματήσουν ούτε δευτερόλεπτο και να προσπαθήσουν να απομακρυνθούν όσο μπορούν από τις παράλιες περιοχές, καταφεύγοντας κατά προτίμηση σε λόφους με ύψη αρκετά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εναλλακτικά, αν υπάρχει στην περιοχή κάποιο υψηλό κτίριο, άνω των 15 μέτρων, μπορούν να αναζητήσουν καταφύγιο στον ψηλότερο όροφό του.
Οι οδηγίες συνεχίζουν ως εξής: Προσοχή: Μην περιμένετε να δείτε το κύμα να έρχεται για να αρχίσει η διαφυγή! Ο διαθέσιμος χρόνος, από την στιγμή που το νερό αποτραβιέται από την ακτή έως το χτύπημα του τσουνάμι, είναι ελάχιστος, γύρω στα 5 λεπτά. Ειδικά, από την εμφάνιση του τσουνάμι στον ορίζοντα έως το χτύπημα είναι πλέον εντελώς μηδαμινός και ένας πρακτικός κανόνας λέει ότι «αν το δεις να έρχεται, τότε είναι πλέον αργά για να τρέξεις».
Επίσης, σχεδόν ποτέ δεν έρχεται μόνο ένα κύμα. Όπως προαναφέρθηκε, δημιουργείται μία ολόκληρη σειρά κυμάτων με περιοδικότητα άνω της 1 ώρας και επομένως, σχεδόν πάντα μετά το πρώτο κύμα ακολουθούν και άλλα. Επομένως, δεν πρέπει να δημιουργείται αίσθηση εφησυχασμού ότι μετά το πρώτο χτύπημα ο κίνδυνος πέρασε, καθώς μάλιστα ενδέχεται τα επόμενα κύματα να είναι ακόμα υψηλότερα και καταστρεπτικότερα. Στατιστικώς έχει βρεθεί ότι συνήθως το υψηλότερο κύμα είναι το τρίτο στην σειρά, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα και δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως δεσμευτικός κανόνας.
Τα πλοία που βρίσκονται «εν πλώ» τα αντιμετωπίζουν εύκολα, στρέφοντας την πλώρη σε γωνία 35 – 45 μοιρών και δεν κλυδωνίζονται λόγω του μεγάλου μήκους αυτών των κυμάτων. Αντιθέτως, την νύκτα είναι πιο επικίνδυνα αν δεν γίνουν αντιληπτά από το ραντάρ, στην οθόνη του οποίου παρουσιάζονται ως ολοένα προσεγγίζουσα ακτογραμμή. Όσα πλοία όμως βρίσκονται στο αγκυροβόλιο ή ελλιμενισμένα, θα πρέπει να προβούν σε άμεσο απόπλου κόβοντας ακόμη και τους κάβους ή εγκαταλείποντας και τις άγκυρες και τούτο διότι φθάνοντας το τσουνάμι αυτά ανυψώνονται και οι άγκυρες συνήθως αποσπώνται απ’ το βυθό οπότε και ακολουθούν έρμαια την ορμή του κύματος, ενώ τα ελλιμενισμένα κινδυνεύουν να καταστραφούν.
Ιστορικά τσουνάμι
Ένα από τα πλέον καταστρεπτικά τσουνάμι της σύγχρονης ιστορίας (και αυτό με τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπινων θυμάτων) εκδηλώθηκε μετά τον σεισμό της 26ης Δεκεμβρίου 2004 στην Ινδονησία, το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα σχεδόν 250.000 νεκρούς και τεράστιες υλικές ζημιές. Ως μέγεθος, το μεγαλύτερο στην ιστορία τσουνάμι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ήταν αυτό που δημιουργήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου Κρακατόα (Ινδονησία) το 1883. Το μέγιστο ύψος των κυμάτων που δημιουργήθηκαν έφτασε τα 40 μέτρα.