Το όνομα του Αλ Καπόνε είναι το συνώνυμο της μαφίας και των γκάνγκστερς. Λίγοι «νονοί» απόλαυσαν την αίγλη και τις πολιτικές και δικαστικές διασυνδέσεις του Καπόνε που έγινε το No 1 αφεντικό της Αμερικής στο οργανωμένο έγκλημα κυρίως την εποχή της ποτοαπαγόρευσης.
Η θρυλική ιστορία του διαβόητου Αλ Καπόνε και οι «χρυσές» δουλειές του με τη μαφία έχει απαθανατιστεί πλήθος φορών στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία αλλά οι περισσότερες πτυχές της συνεχίζουν να καλύπτονται από την αχλή του σκοτεινού του μύθου.
Το μεγαλοαφεντικό του υποκόσμου του Σικάγου κατάφερε να αναρριχηθεί στα υψηλότερα κλιμάκια της αμερικανικής μαφίας αλλά την πάτησε όμως από κει που δεν περίμενε και κατέληξε τρόφιμος, αλλά ζάμπλουτος, στο Αλκατράζ το 1931 για φορολογικές ατασθαλίες!
Πολύ γρήγορα έγινε ο άρχοντας των πάντων και κατάφερε να έχει τον έλεγχο σε όλες τις παράνομες δραστηριότητες της εποχής: λαθρεμπόριο αλκοόλ, μαστροπεία, στοιχήματα.
Με όνομα συνώνυμο του τρόμου για τις αντίπαλες συμμορίες και πραγματικός πονοκέφαλος για τις αστυνομικές αρχές, ο Αλ Καπόνε δεν καταδικάστηκε ποτέ για φόνο κι αν μπήκε στη φυλακή, το χρωστά σε μία καταδίκη για φοροδιαφυγή.
Η ιστορία του «Σημαδεμένου»
Ο Αλφόνσο «Αλ» Γκαμπριέλε Καπόνε γεννιέται στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης μέσα σε οικογένεια ιταλών μεταναστών.
Ήταν το τέταρτο από τα συνολικά εννέα παιδιά.
Στα 14 του εγκαταλείπει το σχολείο, αφού έχει μπει ήδη στους κύκλους της παρανομίας και είναι μέλος συμμοριών.
Ο Καπόνε θα γνωρίσει τον διαβόητο γκάγκστερ Τζόνι Τόριο, τον μέντορά του στο έγκλημα, αυτόν που θα του μάθει τα κόλπα του να έχεις μία μόνιμη βιτρίνα όταν δουλεύεις μές την παρανομία.
Ο Τόριο θα βάλει τον έφηβο Καπόνε στη συμμορία των πιτσιρικάδων του (James Street Boys), η οποία σύντομα θα αναρριχηθεί στη συμμορία του Μανχάταν Five Points!
Το 1917 ο 18χρονος Καπόνε βρέθηκε στο νυχτερινό κέντρο του μαφιόζου Φράνκι Γέιλ και θα πιάσει δουλειά.
Εκεί απέκτησε και τις ουλές στο αριστερό του μάγουλο, που του χάρισαν το προσωνύμιο «Scarface» (Σημαδεμένος). Αιτία ήταν ένα τολμηρό σχόλιο για την αδερφή ενός θαμώνα, ο οποίος δεν δίστασε να του χαράξει το μάγουλο.
Το παρατσούκλι το απεχθανόταν, για αυτό και στις φωτογραφίες έδειχνε πάντα τη δεξιά πλευρά του προσώπου του, ώστε να κρύβονται τα σημάδια από τον φακό. Όποτε βέβεια χρειαζόταν να αναφερθεί στις ουλές, έλεγε ότι τραυματίστηκε σε μάχη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Τόριο είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές του στο Σικάγο και το 1919 κάλεσε τον Καπόνε κοντά του. Ήταν πιθανότατα ο αδίστακτος Καπόνε – ή ο Φράνκι Γέιλ, κατά μία άλλη εκδοχή – που έβγαλε το αφεντικό του Τόριο από τη μέση, τον «νονό» Τζιμ Κολόσιμο, το 1920, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο για την ηγεμονία του Τόριο στο οργανωμένο έγκλημα στο Σικάγο. Ο Καπόνε θα γίνει το νούμερο 2 στην ηγεσία της συμμορίας.
Το 1925 ο Τόριο αποσύρθηκε από τον θρόνο του, μετά από μία απόπειρα δολοφονίας του, και νέος «τσάρος» ήταν τώρα ο Καπόνε που ανέλαβε τα ηνία της εγκληματικής επιχείρησης.
Ο Καπόνε εκμεταλλευόμενος την ποτοαπαγόρευση κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα κέρδη του και να αναδειχθεί σε έναν από τους ισχυρότερους γκάνγκστερ των ΗΠΑ, ίσως και όλων των εποχών.
Το 1927 η περιουσία του υπολογιζόταν στα 100.000.000 δολάρια ελέγχοντας στοιχήματα, κλαμπ, οίκους ανοχής κ.α. Δεν δίστασε μάλιστα να δωροδοκήσει τον δήμαρχο του Σικάγου Ουίλιαμ Χέϊλι Τόμσον, τον οποίο μάλιστα βοήθησε να εκλεγεί για δεύτερη φορά στις εκλογές του 1927.
Στο μεταξύ έχει παντρευτεί την Ιρλανδή Μαίρη Κάφλιν κι έχει αποκτήσει έναν γιο.
Παρά τη διαβόητη φήμη του, ο Καπόνε δεν οπλοφορούσε ποτέ, αν και δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τουλάχιστον δύο σωματοφύλακες. Ταξίδευε μόνο τη νύχτα και ινκόγκνιτο, περιορίζοντας τις ημερήσιες μετακινήσεις του μόνο όταν ήταν εντελώς απαραίτητο.
Είχε όμως ήδη μπει στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών και τον Μάιο του ίδιου χρόνου το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι όφειλε να πληρώνει φόρους για τις παράνομες δραστηριότητές του.
Ο Καπόνε πήρε την οικογένειά του και πήγαν στη Φλόριντα όπου αγόρασε μια τεράστια έκταση, την οποία άρχισε να ανακαινίζει ριζικά.
Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην εφορία να παρακολουθήσει στενά τα έξοδα του Καπόνε.
Με τον Καπόνε εκτός Σικάγου, η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο και τα ξεσπάσματα βίας ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Οι άλλες φαμίλιες του έκλεβαν τη δουλειά και ο πάλαι ποτέ συνεργάτης του Φράνκι Γέιλ ήταν τώρα απέναντί του.
Η Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929 έμελλε να διαπραχθεί το έγκλημα που έμεινε στην ιστορία ως η σφαγή του «Αγίου Βαλεντίνου».
Άντρες του Καπόνε, μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς, εσέβαλαν αιφνιδιαστικά σε ένα γκαράζ της οδού Κλαρκ 2222 με σκοπό να σκοτώσουν ή έστω να προειδοποιήσουν τον Τζορτζ Μόραν, αρχηγό της συμμορίας του Βορείου Σικάγου.
Στο γκαράζ βρισκόνταν εκείνη την ώρα επτά άτομα, τα οποία νόμισαν ότι επρόκειτο για έφοδο της αστυνομίας.
Ο Τζωρτζ Μόραν βρισκόταν απέναντι και ετοιμαζόταν να διασχίσει τον δρόμο όταν είδε τους άντρες του Καπόνε μεταμφιεσμένους σε αστυνομικούς. Βλέποντάς τους τράπηκε σε φυγή.
Οι έξι όμως άντρες του δεν είχαν την ίδια τύχη αφού γαζώθηκαν από τουλάχιστον 150 σφαίρες. Εκτός από τους έξι που δολοφονήθηκαν υπήρχε και άλλος ένας, άσχετος με τη συμμορία, φίλος του Μόραν.
Ύστερα από αυτό το περιστατικό η αστυνομία άρχισε τις συστηματικές προσπάθειες για τη σύλληψη του Καπόνε.
Τον Μάιο του 1929 συνελήφθη για παράνομη οπλοφορία, καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη αλλά αποφυλακίστηκε εννέα μήνες αργότερα, στις 16 Μαρτίου του 1930, λόγω καλής διαγωγής.
Στο μεταξύ είχαν αρχίσει και οι διαδικασίες για την προσαγωγή του σε δίκη με αφορμή τη σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου.
Οι κατηγορίες όμως έπεσαν στο κενό και ο Καπόνε απλώς κλήθηκε να πληρώσει χρηματική εγγύηση 5.000 δολαρίων για ασέβεια προς το δικαστήριο. Το 1930 ήταν ο πιο επικίνδυνος εγκληματίας στο Σικάγο.
«Η σφαγή εφτά ανθρώπων μέρα μεσημέρι εγείρει την ερώτηση για το Σικάγο: Είναι πράγματι αβοήθητο;».
Έτσι υποδέχτηκε η εφημερίδα «Chicago Tribune» τη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου στο φύλλο της 15ης Φεβρουαρίου 1929, αναμεταδίδοντας απλώς μία ερώτηση που ήταν στα στόματα όλων των πολιτών.
Σοκαρισμένη η κοινή γνώμη από τη βαρβαρότητα της εκτέλεσης αλλά και το απροκάλυπτο του χτυπήματος, έφερε μεγάλη πίεση στους αξιωματούχους της αστυνομίας, οι οποίοι έπρεπε πάση θυσία να ξεδιαλύνουν την υπόθεση. Οι έρευνες ήταν δραστικές.
Στον απόηχο του χτυπήματος, ο Καπόνε είχε μπει πλέον στο στόχαστρο του αμερικανού προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ που τον ήθελε πάση θυσία στη φυλακή!
Ταυτοχρόνως, η αστυνομία άρχισε να χαλά το συνδικάτο του, κατάσχοντας αποστακτήρια, εξοπλισμό και καταστρέφοντας το πολύτιμο αλκοόλ, προκαλώντας του ζημίες εκατομμυρίων…
Στις 13 Μαρτίου 1931 το ομοσπονδιακό δικαστήριο ολοκλήρωσε την έρευνά του για τα οικονομικά του γκάγκστερ για την περίοδο 1925-1929, κατηγορώντας τον πια για 22 υποθέσεις φοροδιαφυγής.
Ο Καπόνε και 68 μέλη της σπείρας του κατηγορήθηκαν για 5.000 ξεχωριστές παραβιάσεις του νόμου.
Οι δικηγόροι του Καπόνε ήρθαν σε μυστική συμφωνία με την κυβέρνηση και ο «νονός» δήλωσε ένοχος ώστε να φάει 2 με 5 χρόνια. Οι υπόγειες διαπραγματεύσεις έφτασαν στον Τύπο και τότε η δημόσια κατακραυγή άλλαξε τα πράγματα.
Στις 6 Οκτωβρίου 1931, 14 ντετέκτιβ συνόδευσαν τον Αλ Καπόνε στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, αλλά εκείνος εμφανίστηκε αισιόδοξος.
Και γιατί όχι; Είχε λαδώσει τους ενόρκους και ήξερε ότι θα έπεφτε στα μαλακά. Έκανε λάθος
Μόλις μπήκε ο δικαστής στην αίθουσα, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να διατάξει την αλλαγή των ενόρκων!
Ο «Σημαδεμένος» κρίθηκε ένοχος για 7 υποθέσεις φοροδιαφυγής. Ο δικαστής τον καταδίκασε σε 11 χρόνια φυλάκισης, πρόστιμο 50.000 δολαρίων και άλλα 30.000 δολάρια για δικαστικά έξοδα.
Τον Αύγουστο του 1934, ο Αλ Καπόνε μεταφέρθηκε από τις πολιτειακές φυλακές της Ατλάντα στον διαβόητο βράχο του Αλκατράζ του Σαν Φρανσίσκο. Οι μέρες που απολάμβανε προνόμια στη φυλακή ανήκαν στα παλιά.
Η υγεία του είχε επιβαρυνθεί από τη σύφιλη που τον ταλαιπωρούσε εδώ και χρόνια. Η ποινή του έπεσε στα 6,5 χρόνια και βγήκε λόγω καλής διαγωγής και αφού πλήρωσε 37.617,51 δολάρια τον Νοέμβριο του 1939.
Μετά την αποφυλάκισή του και με την υγεία του αρκετά επιβαρυμένη αποσύρθηκε στην έπαυλή του στη Φλόριντα.
Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 25 Ιανουαρίου 1947 από ανακοπή.