Η ιστορία μιας από τις πιο γνωστές και σκοτεινές πολιτικές δολοφονίες του 20ου αιώνα, αυτή του ιταλού πρωθυπουργού Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες γράφτηκε μία μέρα σαν σήμερα, στις 16 Μαρτίου του 1978, πριν 49 χρόνια με την απαγωγή ενός προοδευτικού πολιτικού που ήθελε το Κομμουνιστικό Κόμμα να είναι μέρος της κυβέρνησης.
Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Μαρτίου του 1978, ώρα 9 το πρωί. Μία ομάδα μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών, έστησε ενέδρα στο κέντρο της Ρώμης στον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας, Άλντο Μόρο, εκτελώντας τους συνοδούς του και απαγάγοντας τον ίδιο.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις 55 ημερών με την ιταλική κυβέρνηση και αφού οι απαγωγείς συνειδητοποίησαν ότι τα αιτήματά τους δε θα γίνονταν δεκτά, δολοφόνησαν τον Μόρο στις 9 Μαΐου.
Ήταν με διαφορά το σημαντικότερο γεγονός στην πολιτική ιστορία της Ιταλίας.
Εκείνες τις ημέρες την επικαιρότητα μονοπωλούσε η συγκρότηση κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με τη συμμετοχή των Χριστιανοδημοκρατών του Τζούλιο Αντρεότι και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, προκαλώντας τη δυσφορία πολλών, μεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το πρωί της 16ης Μαρτίου ημέρα κατά την οποία το νέο υπουργικό συμβούλιο με επικεφαλής τον Τζούλιο Αντρεότι θα υπέβαλε πρόταση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στο ιταλικό κοινοβούλιο, το αυτοκίνητο του Άλντο Μόρο, τότε προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών, δέχθηκε επίθεση από ομάδα τρομοκρατών των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Ρώμη.
Οι ένοπλοι πυροβολώντας με αυτόματα όπλα, σκότωσαν τους δύο σωματοφύλακες του Μόρο και τρεις αστυνομικούς που ακολουθούσαν σε άλλο αυτοκίνητο και τον απήγαγαν.
Ο Μόρο είχε φύγει από το σπίτι του λίγο πριν τις 9:00, μέσα σε ένα μπλε Fiat 130, το οποίο οδηγούσε ο Ντομένικο Ρίτσι, ενώ δίπλα του καθόταν ο Ορέστε Λεονάρντι, επικεφαλής της ομάδας σωματοφυλάκων.
Πίσω τους ακολουθούσε μια λευκή Alfetta, μέσα στην οποία βρίσκονταν οι υπόλοιποι τρεις σωματοφύλακες του Μόρο, οι Φραντσέσκο Ζίτσι, Τζούλιο Ριβέρα και Ραφαέλε Ιοτσίνο. Όταν τα δυο αυτοκίνητα μπήκαν στην οδό Mario Fani, οι τρομοκράτες ειδοποιήθηκαν από τη Ρίτα Αλγκρανάτι, η οποία βρισκόταν στη γωνία του δρόμου με την οδό Trionfale.
Η Αλγκρανάτι κούνησε συνθηματικά ένα μπουκέτο με λουλούδια και στη συνέχεια έφυγε από το σημείο με ένα μοτοποδήλατο.
Το Fiat του Μορέτι έκοψε το δρόμο στο αυτοκίνητο του Μόρο από μπροστά. Ο Ρίτσι προσπάθησε να κάνει μια μανούβρα για να διαφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αμέσως μετά, το Fiat του Λοτζακόνο έκλεισε το δρόμο στα δυο αυτοκίνητα του Μόρο από την πίσω πλευρά.
Την ίδια στιγμή, οι τέσσερις ένοπλοι τρομοκράτες με τις στολές της Alitalia που ήταν κρυμμένοι σε θάμνους δίπλα στον δρόμο, άρχισαν να πυροβολούν τους σωματοφύλακες. Συνολικά έπεσαν 91 σφαίρες, εκ των οποίων οι 45 πέτυχαν – και σκότωσαν – τους πέντε συνοδούς του Μόρο.
Στην ενέδρα χρησιμοποιήθηκαν δυο υποπολυβόλα FNAB-43 και περίστροφα, ανάμεσά τους και μια Beretta M12.
Ο Μόρο υποχρεώθηκε να μπει στο Fiat 132 του Σεγκέτι, το οποίο εγκαταλείφθηκε μερικά τετράγωνα πιο κάτω, στη Via Licinio Calvo και βρέθηκε στις 9:40 με μερικές κηλίδες αίματος στο εσωτερικό του.
Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που χρησιμοποιήθηκαν στην ενέδρα, βρέθηκαν τις επόμενες μέρες στον ίδιο δρόμο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κανείς από τους πέντε σωματοφύλακες δεν ήταν οπλισμένος την ημέρα της απαγωγής, όλα τα όπλα τους ήταν αποθηκευμένα σε τσάντες στα πορτ-μπαγκάζ των δυο αυτοκινήτων.
Δεν περίμεναν σε καμία περίπτωση να δεχτούν επίθεση.
Η απίστευτη αποκάλυψη όμως ήρθε από τη σύζυγο του Μόρο, Ελεονόρα Κιαβαρέλι, η οποία κατά τη διάρκεια της δίκης, είπε πως τα όπλα βρίσκονταν στα πορτ-μπαγκάζ, επειδή οι φρουροί δεν ήξεραν να τα χρησιμοποιούν!
Η Κιαβαρέλι πρόσθεσε ότι οι σωματοφύλακες δεν είχαν καν εκπαιδευτεί στη σκοποβολή, ενώ για μήνες ο ασύρματος του αυτοκινήτου του Μόρο δε λειτουργούσε!
Λίγη ώρα μετά την απαγωγή, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ανέλαβαν την ευθύνη με τηλεφώνημα στο ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA.
Στις 10:00 ο Πιέτρο Ινγκράο, πρόεδρος της Ιταλικής Βουλής των Αντιπροσώπων, διέκοψε τη συνεδρίαση και ανακοίνωσε ότι ο Μόρο είχε απαχθεί. Την ίδια ημέρα, η κυβέρνηση του Τζούλιο Αντρεότι συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία.
«Ο Μόρο απήχθη από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες» έγραφε στο πρωτοσέλιδο της η La Repubblica στις 17 Μαρτίου του 1978.
«Αριστεριστές απαγάγουν τον Ιταλό πρωθυπουργό» σημείωναν στο εξώφυλλό τους οι New York Times.
Πού τον πήγαν μετά την απαγωγή;
Το πού ακριβώς κρατήθηκε ο Άλντο Μόρο μετά την απαγωγή του, δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα.
Ένα διαμέρισμα στη Via Camillo Montalcini της Ρώμης ή κάποιο σπίτι με θέα τη θάλασσα;
Η ακριβής τοποθεσία του απαχθέντα πρώην Ιταλού Πρωθυπουργού αποτελεί θέμα debate.
Όπως σχεδόν το καθετί που σχετίζεται με την «Υπόθεση Μόρο» όπως έχει μείνει γνωστή στην Ιταλία. Μάλιστα, οι απαγωγείς φρόντιζαν να θολώνουν με κάθε τρόπο το μέρος που φυλούσαν τον κρατούμενό τους σε μία ομηρία η οποία διήρκεσε συνολικά 55 μέρες.
Ο Άλντο Μόρο φαίνεται να έγραψε 86 γράμματα όσο ήταν όμηρος. Άλλα με αποδέκτη την οικογένειά του, άλλα πολιτικούς και άλλα τον Πάπα της Ρώμης.
Κάποια από αυτά έφτασαν μέχρι τον προορισμό τους ενώ κάποια άλλα βρέθηκαν μετά τη λήξη της υπόθεσης.
Φαίνεται πάντως ότι ποτέ δεν έπεσε θύμα βασανισμού από τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών.
Την ίδια στιγμή υπήρξαν και φωνές που έκαναν λόγο για «σύνδρομο Στοκχόλμης» από πλευράς του.
«Η ανάκριση, της οποίας το περιεχόμενο είναι ήδη γνωστό, συνεχίζεται με την πλήρη συνεργασία του κρατούμενου» έγραφαν οι απαγωγείς, σε μία από τις πολλές επικοινωνίες τους με τις αρχές και τα ΜΜΕ.
Ολόκληρη η Ιταλία, από το κοινοβούλιο μέχρι το πιο μικρό χωριό, βρισκόταν στο πόδι. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ζητούσαν την απελευθέρωση συντρόφων τους από τις φυλακές αλλιώς θα εκτελούσαν τον Μόρο.
Το τέλος του
Παρά τις μακρές έρευνες και δίκες, οι ακριβείς λεπτομέρειες της απαγωγής και της δολοφονίας του Άλντο Μόρο δεν είναι πλήρως γνωστές.
Σύμφωνα με την επίσημη αναπαράσταση στις δίκες που ακολούθησαν, έντεκα άτομα συμμετείχαν στην επίθεση.
Φωτογραφία αρχείου ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στις 9 Μαΐου 1978 ο Μόρο δολοφονήθηκε. Είχε προηγηθεί ανώνυμο τηλεφώνημα στην αστυνομία.
Οι εκτελεστές του τον έβαλαν σε ένα πορτμπαγκάζ, του έριξαν από πάνω ένα κόκκινο σεντόνι, τον πυροβόλησαν, οι 10 σφαίρες τρύπησαν τους πνεύμονές του και, τελικά, παράτησαν το πτώμα του μέσα σε ένα Renault.
Ο αστικός μύθος θέλει το συγκεκριμένο σημείο της Ρώμης να απέχει σχεδόν το ίδιο τόσο από τα γραφεία του Χριστιανοδημοκρατικού όσο και από εκείνα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Δολοφόνος του Άλντο Μόρο, θεωρήθηκε ο Μάριο Μορέτι που συνελήφθη δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, αλλά, αφού εξέτισε 15 χρόνια στη φυλακή, αφέθηκε ελεύθερος με όρους το 1998.
Ποιος ήταν ο Άλντο Μόρο
Ο Άλντο Ρομέο Λουίτζι Μόρο γεννήθηκε το 1916 στο Μάλιε, μια μικρή πόλη κοντά στο Λέτσε, στο νοτιότερο άκρο της Απουλίας, στη νοτιοανατολική Ιταλία.
Καθηγητής νομικής, Ιταλός πολιτικός και ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, υπηρέτησε πέντε φορές ως πρωθυπουργός της Ιταλίας (1963–64, 1964 – 66, 1966–68, 1974–76 και 1976).
Ο Άλντο Μόρο σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι όπου αργότερα έλαβε θέση τακτικού καθηγητή.
Το 1941 αρχίζει την ενασχόλησή του με την πολιτική καθώς εκλέγεται πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Καθολικών Φοιτητών του Πανεπιστημίου.
Μετά από αρκετά χρόνια, κατά τα οποία ακολουθεί μια λαμπρή καριέρα ακαδημαϊκού, το 1946, ο Μόρο εκλέγεται μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης που βοήθησε στη σύνταξη του νέου Ιταλικού Συντάγματος.
Το 1948 εκλέγεται μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων όπου υπηρέτησε, ως μέλος, μέχρι το βίαιο θάνατό του το 1978. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ήταν ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες.
Ο αρχηγός του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, το οποίο είχε λάβει 34,4% των ψήφων στις εκλογές του Ιουνίου του 1976 , είχε προτείνει την συνεργασία μεταξύ των Κομμουνιστών και των Χριστιανοδημοκρατών, τον αποκαλούμενο ιστορικό συμβιβασμό, σε μια περίοδο σοβαρής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Ιταλία.
Ο Μόρο τότε, ήταν ένας από εκείνους που βοήθησε να βρεθεί τρόπος ώστε να σχηματισθεί τελικά μια κυβέρνηση «εθνικής αλληλεγγύης», ως πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών.
Επικεφαλής της κοινοβουλευτικής συμμαχίας υπηρέτησε ως πρωθυπουργός της χώρας από το 1963 ως το 1968, και πάλι από το 1974 ως το 1976.
Το 1945 παντρεύτηκε την Ελεονόρα Κιαβαρέλι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Επειδή παραμένουν αρκετές ασαφείς πτυχές αλλά και αποτυχίες από την πλευρά της αστυνομίας σχετικά με την απαγωγή και το άδοξο τέλος του, οι θεωρίες συνωμοσίας είναι ευρέως δημοφιλείς.
Οι θεωρητικοί συνωμοσίας υποστηρίζουν ότι ο Μόρο τελικά θυσιάστηκε λόγω της πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου, ότι και οι δύο πλευρές υποδέχτηκαν την απαγωγή του και ότι, αρνούμενοι να διαπραγματευτούν, τον οδήγησαν στο θάνατό του.
Οι δικαστές που διερεύνησαν την υπόθεση Μόρο απέρριψαν όλες αυτές τις θεωρίες συνωμοσίας, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτές τις ερμηνείες της υπόθεσης του Μόρο, και ενώ αναγνώρισαν ότι ο Μόρο είχε ισχυρούς πολιτικούς εχθρούς, επέμειναν ότι οι θεωρητικοί συνωμοσίας είχαν κάνει πάρα πολλές υποθέσεις.
Θεωρείται ευρέως ότι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επέλεξαν τον Μόρο λόγω του ρόλου του ως μεσολαβητή μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και του Κομμουνιστικού Κόμματος, τα δύο κύρια κόμματα στην Ιταλία εκείνη την εποχή, τα οποία είχαν συμμετάσχει και τα δύο στο 4ο Υπουργικό Συμβούλιο του Αντρεότι.
Ήταν η πρώτη φορά από το 1947 που οι Ιταλοί κομμουνιστές είχαν κυβερνητική θέση, έστω και έμμεση.
Η επιτυχία της απαγωγής θα σταματούσε έτσι την άνοδο των κομμουνιστών στους ιταλικούς κρατικούς θεσμούς, καθησυχάζοντας τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ως βασικό σημείο σε έναν μελλοντικό επαναστατικό πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό.
Σύμφωνα με άλλους οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν στόχο να χτυπήσουν ολόκληρο το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που ήταν ο κύριος εκφραστής ενός καθεστώτος που, όπως περιγράφεται στο πρώτο ανακοινωθέν μετά την απαγωγή «…κατέστειλε τον ιταλικό λαό για χρόνια».
Η ανεύρεση της σορού ήταν ένα τεράστιο σοκ για όλη την Ιταλία, που βυθίστηκε στο πένθος.
Παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει σχεδόν δυο μήνες από την απαγωγή του Μόρο και δεν είχε υπάρξει η παραμικρή πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, οι Ιταλοί πίστευαν πως έστω και την τελευταία στιγμή δεν θα χυνόταν αίμα.
Αμέσως μετά την είδηση της δολοφονίας, παραιτήθηκε ο υπουργός των Εσωτερικών, Φραντσέσκο Κοσίγκα, για τον οποίο ο Μόρο, σε μια από τις επιστολές του, είχε γράψει «το αίμα μου θα πέσει πάνω του».
Η απαγωγή χρειάστηκε μερικά λεπτά για να πραγματοποιηθεί, η ομηρία διήρκεσε 55 μέρες αλλά 49 χρόνια μετά η «Υπόθεση Άλντο Μόρο» μοιάζει σαν να μην έχει εξιχνιαστεί πλήρως.