Ιστορικά, η λαϊκή ψήφος (τα αποτελέσματα με βάση την καταμέτρηση όλων των ψηφοδελτίων) δεν μεταφράζεται στο πραγματικό αποτέλεσμα (τα αποτελέσματα όσον αφορά τις 538 ψήφους του εκλεκτορικού σώματος). Τέσσερις φορές—πιο πρόσφατα το 2000, στην αναμέτρηση του Τζορτζ Ουόκερ Μπους με τον Αλ Γκορ—ο νικητής των εκλογών εξασφάλισε μεν τους περισσότερους εκλέκτορες, αλλά όχι τις περισσότερες ψήφους.
Προφανώς αυτό έχει τη σημασία του. Ακόμη κι αν η Κλίντον εξασφαλίσει το 47% των ψήφων, δεν θα εξασφαλίσει το 47% των εκλεκτόρων. Το ποσοστό της στο εκλεκτορικό σώμα θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των εκλεκτόρων που αναδεικνύει κάθε πολιτεία. Στο Μέριλαντ για παράδειγμα, φέρεται να συγκεντρώνει 63%, ενώ στο Άινταχο, περίπου 23%.
Κατά συνέπεια κάθε προσδιορισμός των «κρίσιμων» μαχών ανά πολιτεία πρέπει να λαμβάνει υπόψη δύο παράγοντες: ποια είναι η διαφορά, πόσοι εκλέκτορες αναδεικνύονται σε αυτή. Αν τα κριτήρια είναι 1) μια διαφορά έξι μονάδων ή μικρότερη και 2) η πολιτεία να αναδεικνύει 10 μέλη του εκλεκτορικού σώματος ή περισσότερα, οι κρίσιμες πολιτείες είναι οι ακόλουθες: η Φλόριντα, η Πενσιλβάνια, το Οχάιο, το Μίσιγκαν, η Τζόρτζια, η Βόρεια Καρολίνα, η Βιρτζίνια, η Αριζόνα, το Ουισκόνσιν και η Μινεσότα.
Βάσει των στοιχείων από την πρόωρη ψηφοφορία και του δεδομένου ότι ο ένας στους πέντε ψηφοφόρους είναι ισπανόφωνος, στη Φλόριντα διαφαίνεται πιθανή μια νίκη της Κλίντον. Η επικράτησή της εκεί θα είναι σημαντική, καθώς η πολιτεία αναδεικνύει 29 εκλέκτορες, αλλά μπορεί να μην αποδειχθεί αρκετή. Ακόμα κι αν η Κλίντον προσθέσει τη Φλόριντα στις πολιτείες όπου η νίκη της θεωρείται σίγουρη, το άθροισμα φθάνει μόλις στους 216 εκλέκτορες από τους 270 που χρειάζεται για να επικρατήσει.