“Τα παιδιά των προσφύγων εξακολουθούν να πεθαίνουν καθημερινά, ο πόλεμος στη Συρία δεν έχει τελειώσει. Η Ευρώπη υψώνει φράκτες κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Ο γιος μου πέθανε για το τίποτα, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει” λέει στην συγκλονιστική του εξομολόγηση ο Αμπντουλά Κουρντί.
Παρακαλά να αναφέρονται στο παιδί του με το όνομα Άλαν και όχι Αϊλάν όπως γράφτηκε από λάθος στα μέσα όλου του πλανήτη.
“Θυμάμαι θολά εκείνες τις ημέρες, ήταν σαν να ήμουν μεθυσμένος. Με είχαν πολιορκήσει τα ΜΜΕ όλου του κόσμου, έδινα τη μία συνέντευξη μετά την άλλη. Η παγκόσμια κραυγή με προστάτευσε προσωρινά από το να καταλάβω ότι δεν είχα πια την οικογένειά μου. Τα παιδιά μου ήταν υπέροχα… Μου γλίστρησαν από τα χέρια όταν πέσαμε στο νερό… Σας παρακαλώ να λέτε σωστά το όνομά του. Είναι Άλαν και όχι Αϊλάν, όπως έγραψαν οι δημοσιογράφοι…”
Ο Αμπντουλά Κουρντί δεν ζει πια στο Κομπάνι, όπου έθαψε την οικογένειά του. “Βρισκόμουν εκεί μόνος σε μία κατεστραμμένη πόλη, δεν άντεχα, κόντευα να χάσω το μυαλό μου”, λέει.
Ο άνθρωπος που η τραγική ιστορία της οικογένειάς του συγκλόνισε τον κόσμο, όταν από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε ολομόναχος καθώς έχασε τη γυναίκα του και τους δύο γιους του στη θάλασσα, λέει ότι κανείς υπεύθυνος δεν ενδιαφέρθηκε για το δράμα του, μόλις η παγκόσμια κοινή γνώμη συνήλθε από το αρχικό σοκ.
“Μόνο ο Τούρκος πρόεδρος Νταβούτογλου μου έδωσε 5.000 δολάρια και έλαβα μία πρόσκληση από τον πρωθυπουργό της κουρδικής περιφερειακής κυβέρνησης στο Ιράκ, όπου με κάλεσε στο Erbil και μου έδωσε σπίτι να μείνω”, αναφέρει.
“Ήλπιζα ότι ο θάνατος του Άλαν και του Γκαλίπ θα άλλαζε τη συμπεριφορά των ευρωπαϊκών χωρών. Για ένα διάστημα φάνηκε ότι η φωτογραφία του Άλαν όντως θα άλλαζε κάτι στη συνείδηση της δυτικής κοινής γνώμης και των πολιτικών. Στο όνομα του γιου μου έχουν γίνει εκστρατείες, έχουν δώσει το όνομά του σε σχολεία και αυτό είναι κάτι γιατί μπορεί να ενισχύσει τη συμπάθεια για το δράμα των προσφύγων. Αλλά οι ειδήσεις για τα νέα ναυάγια, οι φράκτες που υψώθηκαν στις χώρες των Βαλκανίων, οι διαφωνίες ανάμεσα στις κυβερνήσεις, μου λένε ότι παρά την αρχική συναισθηματική ευαισθητοποίηση, πολύ λίγα έχουν αλλάξει…”
πηγή: La Repubblica