Ξανανοίγει, ο φάκελος της εξαφάνισης της μικρής Μαντλίν Μακ Καν. Η μικρή Μαντλίν χάθηκε από την οικογένειά της, πριν από δέκα χρόνια σε θέρετρο στο Αλγκάβρε της Πορτογαλίας. Η Μαντλίν ήταν μόλις τριών ετών.
Σύμφωνα με έγγραφα αλλά και μαρτυρίες που αποκαλύπτει το «Βήμα της Κυριακής», η βρετανική αστυνομία ανέπτυξε τις τελευταίες ημέρες συνεργασία με την ΕΛ.ΑΣ. για την εξέταση ενός 46χρονου Γερμανού. Ο Γερμανός διαμένει στην Ελλάδα και θεωρείται ως σημαντικός και αξιόπιστος μάρτυρας στο θρίλερ της μικρής Μαντλίν.
Όπως ακόμα προκύπτει κλιμάκιο της Σκότλαντ Γιάρντ συνάντησε προ μερικών ημερών τον συγκεκριμένο άνθρωπο στην Αθήνα. Εκείνος αποκάλυψε κρίσιμα στοιχεία για την τύχη του κοριτσιού. “Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον από την Σκότλαντ Γιαρντ για αυτά που γνωρίζω. Καταλαβαίνετε ότι για να έλθουν εδώ να με συναντήσουν συμβαίνει κάτι σοβαρό. Όμως έχω ρητή απαγόρευση να μην πω οτιδήποτε σε οποιονδήποτε άλλον” ανέφερε ο μάρτυρας – “κλειδί’.
Επιχείρηση «Grange»
Η Μαντλίν εξαφανίστηκε στις 3 Μαΐου του 2007 σε ηλικία τριών ετών στη μικρή πόλη Πράια ντα Λουζ στην περιφέρεια Αλγκάρβε της Πορτογαλίας. Βρισκόταν σε διακοπές με τους γονείς της, Κέιτ και Γκέρι Μακ Καν, τα δύο ετών δίδυμα αδέλφια της και μια ομάδα οικογενειακών φίλων με τα παιδιά τους.
Η 3χρονη και τα αδέλφια της πήγαν για ύπνο στις 20:30 στο ισόγειο του διαμερίσματος τους. Οι γονείς τους με του φίλους τους δειπνούσαν σε εστιατόριο περίπου 50 μέτρα μακριά. Περίπου στις 22:00 η μητέρα της Μαντλίν, διαπίστωσε ότι το κορίτσι είχε εξαφανιστεί.
Από μια ημιτελή ανάλυση DNA, η αστυνομία κατέληξε σε μια αρχική εκδοχή ότι η Μαντλίν είχε πεθάνει ως συνέπεια ενός ατυχήματος στο διαμέρισμα. Και οι γονείς της είχαν επιχειρήσει συγκάλυψη του συμβάντος.
Τον Σεπτέμβριο του 2007 οι γονείς της είχαν χαρακτηριστεί επίσημα ως «ύποπτοι». Ωστόσο η Γενική Εισαγγελέας της Πορτογαλίας αρχειοθέτησε τη υπόθεση τον Ιούλιο του 2008, λόγω έλλειψης στοιχείων.
Το 2001 ξεκίνησε η επιχείρηση «Grange» της Σκότλαντ Γιάρντ με τη συμμετοχή 30 ντετέκτιβ για τη συγκέντρωση στοιχείων για την εξαφάνιση της Μαντλίν.
Στη συνέχεια άρχισαν να αναπτύσσονται διάφορα σενάρια για το τι συνέβη εκείνο το μοιραίο βράδυ.
Με βάση τη μαρτυρία μιας οικογενειακής φίλης η έρευνα εστιάστηκε σε έναν ύποπτο που εκείνο το βράδυ είχε εμφανιστεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου να κρατά ένα μικρό κορίτσι. Ωστόσο τον Οκτώβριο του 2013 αποδείχθηκε ότι ήταν ένας Βρετανός τουρίστας που δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση.
Στη συνέχεια οι έρευνες στράφηκαν και σε έναν άλλο Βρετανό με πορτογαλική καταγωγή ο οποίος είναι σύμβουλος ακινήτων και είχε εντοπιστεί κοντά στο σημείο εξαφάνισης. Εκείνος είχε δείξει υπερβολικό ζήλο για τον εντοπισμό του κοριτσιού. Ακόμα υποψίες είχαν κινηθεί σε βάρος ενός από τους συνδαιτυμόνες των γονιών της Μαντλίν, ο οποίος είχε προσφερθεί να ελέγξει ο ίδιος το δωμάτιο που κοιμούνταν τα παιδιά.
Παράλληλα, εξετάστηκαν μαρτυρίες Ιρλανδών τουριστών για άνδρα με κοντά καστανά μαλλιά και μπεζ παντελόνι που έσπευσε να εξαφανιστεί από το σημείο κρατώντας στα χέρια ένα κορίτσι που ταίριαζε με την περιγραφή της Μαντλίν.
Συνολικά στο πλαίσιο της επιχείρησης «Grange», συγκεντρώθηκαν την τελευταία δεκαετία 8.500 αναφορές για την τύχη της Μαντλίν, ενώ προέκυψε πρόβλημα στις έρευνες λόγω της χαμηλής χρηματοδότησής τους.
Η τελευταία εξέλιξη
Στις 18 Ιουλίου 2017, η Διεύθυνση Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας στη Λ. Κατεχάκη σύνεταξε έγγραφο που αναφερόταν σε ενημέρωση του «συνδέσμου» της ΕΛ.ΑΣ. στο Λονδίνο από την Μητροπολιτική Αστυνομία της Μεγάλης Βρετανίας.
Όπως σημειώνεται «τον Μάιο του 2017 επικοινώνησε με την ομάδα της επιχείρησης “Grange” ο 46χρονος γερμανικής καταγωγής που διαμένει στην Αθήνα προκειμένου να βοηθήσει στις συγκεκριμένες έρευνες».
Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο ο 46χρονος είχε φυλακιστεί για υπόθεση λαθρομεταναστών και έδινε παρών σε αστυνομικές υπηρεσίες χωρίς όμως να έχει εντοπιστεί.
Όπως σημειώνεται στο έγγραφο με βάση τις πληροφορίες της Σκότλαντ Γιάρντ «μέχρι στιγμής οι πληροφορίες που έχει δώσει οικειοθελώς και χωρίς χρηματικό ή άλλο αντάλλαγμα από την Μητροπολιτική Αστυνομία σχετικά με την υπόθεση έχουν διασταυρωθεί και θεωρείται αξιόπιστη».
Πηγή: Εφημερίδα “Το Βήμα”