Ο «Αντόλφ» Σαξ (Αντουάν–Ζοζέφ, γαλλικά: Antoine-Joseph “Adolf” Sax) γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1814 και πέθανε στις 7 Φεβρουαρίου 1894. ΟΑντόλφ Σαξ ήταν Βέλγος οργανοποιός, μουσικός και οργανοπαίκτης του φλάουτου και του κλαρίνου. Είναι ευρύτατα γνωστός για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του σαξοφώνου. Γεννημένος στην γαλλόφωνη πόλη της Ντινάν, στην Βαλλωνία του Βελγίου, γιος του επίσης σχεδιαστή μουσικών οργάνων Σαρλ–Ζοζέφ Σαξ, ο Αντόλφ Σαξ από νεαρή κιόλας ηλικία καταπιάστηκε και ο ίδιος με την οργανοποιία, όπως κλαρινέτων και φλάουτων, όργανα τα οποία αργότερα σπούδασε στη Βασιλική Σχολή Τραγουδιού των Βρυξελλών.
Το 1841, ο Αντόλφ Σαξ εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι και άρχισε να πειραματίζεται σε νέες και πρωτότυπες κατασκευές μουσικών οργάνων. Κατασκεύασε το σαξοκέρας (saxhorn), που κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1845, την σαξοτρόμπα (saxotromp) και την σαξοτούμπα (saxotumba), η χρήση των οποίων διαδόθηκε τάχιστα σε όλο τον κόσμο. Το 1846 ήταν η χρονιά που ο Αντόλφ Σαξ εφευρίσκει στο Παρίσι το σαξόφωνο, γεγονός που του χάρισε μεγάλη δημοσιότητα και του εξασφάλισε από το 1867 θέση καθηγητή στο περίφημο Ωδείο του Παρισιού. O Αντόλφ Σαξ έπασχε από το 1853 μέχρι το 1858 από καρκίνο των χειλέων, πλην όμως η υγεία του αποκαταστάθηκε. Πέθανε πάμπτωχος στο Παρίσι στις 7 Φεβρουαρίου 1894 σε ηλικία ογδόντα ετών και τάφηκε στο παρισινό Κοιμητήριο του Μονπαρνάς.
Ο Αντόλφ Σαξ έμαθε φλάουτο και κλαρινέτο και από νεαρή ηλικία άρχισε να δουλεύει στο εργαστήριο του πατέρα του Σαρλ – Ζοζέφ Σαξ (1791-1865), που είχε συμβάλει στην εξέλιξη του κόρνου. Το 1838 συνέβαλε στην βελτίωση του μπάσου κλαρινέτου και κατοχύρωσε την πρώτη του πατέντα. Το 1841 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συνέχισε τους πειραματισμούς του στην δημιουργία νέων οργάνων, οι οποίοι σύντομα τον οδήγησαν στην κατασκευή ενός πνευστού οργάνου, που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά των πνευστών με μονό καλάμι (κλαρινέτο) και των χάλκινων οργάνων με κλειδιά, όπως η οφικλείδα. Κατοχύρωσε την εφεύρεση του στις 28 Ιουνίου 1846 και την ονόμασε Saxophone, από το επίθετο του και την ελληνική λέξη φωνή.
Το νέο όργανο δεν έγινε αποδεκτό από την μουσική κοινότητα της εποχής του. Γι’ αυτό και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν συμμετείχε στις μεγάλες ορχήστρες, παρά μόνο στις στρατιωτικές μπάντες. Κι αυτό, παρά τη συμπάθεια που του είχε δείξει ο εμπνευσμένος συνθέτης Εκτόρ Μπερλιόζ. Ωστόσο, η εξέλιξη του σαξοφώνου από τον Αντόλφ Σαξ του απέφερε τελικά την πολυπόθητη αναγνώριση, η οποία με τη σειρά της του χάρισε μία θέση στο Ωδείο του Παρισιού το 1857. Το σαξόφωνο απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις ΗΠΑ και στην συνέχεια υιοθετήθηκε ως από χορευτικές ορχήστρες και πρωταγωνίστησε ως σολιστικό όργανο στην ανάπτυξη του σουίνγκ και των κατοπινών στυλ της τζαζ.
Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αντόλφ Σαξ για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρίνου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρίνου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε. Ο Αντόλφ Σαξ εργάστηκε για πολλά χρόνια στο εργαστήριο του πατέρα του και έφτιαξε 2 κλαρινέτα. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι έτσι γιατί η μοντέρνα Tarogato που έχει στόμιο από καλάμι δεν αναπτύχθηκε μέχρι το 1890, πολύ καιρό μετά την εφεύρεση του σαξόφωνου. Η πιο αληθοφανής εξήγηση, είναι ότι πράγματι ο Αντόλφ Σαξ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούργιο μουσικό όργανο που να ταιριάζει τόσο τονικά όσο και στην τεχνική με την ιδέα που είχε στο μυαλό του, και να έχει ένα νέο επίπεδο ευελιξίας. Αυτό θα εξηγούσε την εκλογή του να ορίσει το όργανο ως η «φωνή του Σαξ».
Με ένα απλό δακτυλισμό, το μοντέρνο σαξόφωνο θεωρείται ένα εύκολο στην εκμάθηση όργανο, ιδίως όταν προέρχεται από άλλα ξύλινα πνευστά, όμως ακόμα κι έτσι, χρειάζεται αρκετή δουλειά και πρακτική για την επίτευξη ενός χρωματισμένου ήχου και σωστά κουρδισμένου. Το σαξόφωνο για πολλά χρόνια ήταν θύμα της παρανόησης ότι είναι εύκολο να παιχτεί, γιατί δεν είναι, και είναι πολύ δύσκολο. Αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που θα μπορούσε να διορθωθεί με την προσθήκη μιας λέξης: Το σαξόφωνο είναι εύκολο να παιχτεί «λάθος» (Larry Pink).
Δείτε εδώ το Doodle της Google.