Οι ασθενείς που πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα, περιλαμβάνονται στις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, καθώς σε περίπτωση προσβολής από τον ιό SARS-CoV-2 και ανάπτυξης λοίμωξης Covid-19, έχουν ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών και θανάτου. Ειδικά οι ασθενείς με ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας φέρουν το μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών μεταξύ των ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα.
Φως στην επίδραση της λοίμωξης από τον κορονοϊό στην πορεία των ασθενών που χρήζουν νοσηλείας και έχουν ιστορικό καρδιακή ανεπάρκειας, ρίχνουν οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αλέξανδρος Μπριασούλης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), οι οποίοι συνόψισαν μια νέα αναδρομική μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας και στο πλαίσιο της οποίας συλλέχθηκαν αναλυτικά δεδομένα από πάνω από 6.439 νοσηλευόμενους ασθενείς με λοίμωξη Covid-19 σε πέντε ιδιωτικά νοσοκομεία στην περιοχή της Νέας Υόρκης.
Η καρδιακή ανεπάρκεια και τα νέα δεδομένα
Εξ’ αυτών, σχεδόν το 7% είχε ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας και περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς είχαν καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης. Σε σύγκριση με τους νοσηλευόμενους ασθενείς χωρίς καρδιακή ανεπάρκεια, οι νοσηλευόμενοι με Covid-19 και καρδιακή ανεπάρκεια έφεραν μεγαλύτερο αριθμό συννοσηροτήτων και είχαν σε υψηλότερο ποσοστό επιδείνωση νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας καθώς και δείκτες φλεγμονής. Οι ασθενείς αυτοί χρειάστηκαν συχνότερα θεραπεία με οξυγόνο.
Τα πλέον σημαντικά ευρήματα της μελέτης ήταν τα εξής: i) οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια είχαν τρεις φορές υψηλότερα ποσοστά διασωλήνωσης και μεγαλύτερο χρόνο νοσηλείας σε μονάδες εντατικής θεραπείας, ii) η θνητότητα ήταν σχεδόν 40% στους νοσηλευόμενους με λοίμωξη Covid-19 και ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας και μάλιστα διπλάσια σε σύγκριση με αυτούς χωρίς ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας.
Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η λοίμωξη Covid-19 μπορεί να απορρυθμίσει την καρδιακή ανεπάρκεια σε ήδη νοσούντες, αλλά και ότι οι συννοσηρότητες που ανευρίσκονται μεταξύ των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, δημιουργούν ένα επικίνδυνο υπόβαθρο, στο έδαφος του οποίου η λοίμωξη από κορονοϊό οδηγεί σε σοβαρές βραχυπρόσθεσμες αλλά και μακροπρόθεσμες επιπλοκές.
Η αντιμετώπιση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια οι οποίοι έχουν νοσήσει από Covid-19, βασίζεται στην πρώιμη αναγνώριση καρδιακής δυσλειτουργίας και των επιπλοκών και στην ακόλουθη εφαρμογή υποστηρικτικών μέτρων, τα οποία κατευθύνονται προς την θεραπεία των επιπλοκών (αρρυθμίες, έμφραγμα, κλπ). Σε αυτό το πλαίσιο, όπως επισημαίνεται, ίσως ενδείκνυται η πρώιμη χορήγηση αντιϊκών, αντιπηκτικών και αντιφλεγμονωδών θεραπειών σε νοσηλευόμενους ασθενείς με Covid-19 και καρδιακή ανεπάρκεια πριν την ανάπτυξη επιπλοκών.
Τα υψηλά ποσοστά μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής καθώς και θνητότητας αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο της πρόληψης, η οποία είναι επιτακτική μεταξύ των ασθενών που πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια. Εκτός από την κανονική συνέχιση της θεραπείας για καρδιακή ανεπάρκεια (β-αναστολείς, αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης, αναστολείς υποδοχέα αγγειοτενσίνης σε συνδυασμό με σακουμπιτρίλη, αναστολείς αλδοστερόνης, διουρητικά), όπως αυτή έχει συνταγογραφηθεί από τους θεράποντες γιατρούς, οι κύριοι άξονες της πρόληψης στους ασθενείς αυτούς, είναι: α) λήψη ατομικών μέτρων προστασίας (κοινωνική αποστασιοποίηση, σωματική απομάκρυνση, χρήση μάσκας, τακτικό και προσεκτικό πλύσιμο χεριών, χρήση αντισηπτικών), β) αποφυγή επισκέψεων σε νοσοκομειακές και ιατρικές μονάδες, εκτός αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι (τακτική παρακολούθηση από τον ιατρό τους, συμπτώματα επιδείνωσης της νόσου ή συμπτώματα λοίμωξης Covid-19), γ) επικοινωνία και ενημέρωση του προσωπικού ιατρού για οποιαδήποτε μεταβολή στην κατάστασή τους ώστε να διαγνωστούν έγκαιρα επιδείνωση νόσου ή/και επιπλοκές.
Εξάλλου σε αρκετές χώρες του εξωτερικού η τηλεϊατρική έχει αποδειχθεί πολύτιμο εργαλείο για την τακτική παρακολούθηση των ασθενών αυτών ως μέσω αποφυγής έκθεσης των ασθενών αυτών στον ιό SARS-CoV-2 σε ιατρικές μονάδες.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ.