Την Κυριακή στο Λος Άντζελες, στην έδρα της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, θα δοθούν τα βραβεία Όσκαρ, που συμπληρώνουν 90 χρόνια και δίνουν σε μεγάλο βαθμό τον τόνο στο παγκόσμιο σινεμά. Για τη διοργάνωση έχουν ειπωθεί πολλά, ύμνοι και επικριτικά σχόλια.
Οι πρωταγωνιστές της λαμπερής βραδιάς είναι δικαιολογημένα οι σκηνοθέτες, πέρα από τους αστέρες ηθοποιούς, που ουσιαστικά αποτελούν τα εργαλεία των πρώτων για να γίνει μια ταινία. Σε αυτά τα 90 χρόνια έχουν βραβευτεί μια σειρά από μεγάλους κινηματογραφιστές, όπως ο Τζον Φορντ, ο Φρανκ Κάπρα, ο Τζον Χιούστον, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο Φράνσις Φορν Κόπολα και άλλοι πολλοί άξιοι δημιουργοί, αλλά και συνάμα άλλοι πολλοί που ήδη έχουν ξεχαστεί και μαζί και οι ταινίες τους.
Παράλληλα υπήρξαν και κορυφαίοι σκηνοθέτες, με μεγαλύτερη ίσως προσφορά ακόμη και από τους προαναφερθέντες που έμειναν έξω από τις βραβεύσεις. Άλλωστε πίσω από τα Όσκαρ βρίσκονται τεράστια επιχειρηματικά και άλλα συμφέροντα και όπως είχε αποκαλύψει πριν λίγο καιρό η Σούζαν Σάραντον τα Όσκαρ «αγοράζονται», ενώ άφησε και άλλες αιχμές για τον τρόπο με τον οποίο δίνονται τα χρυσά αγαλματάκια στους «τυχερούς».
Με αφορμή τα 90 χρόνια των Όσκαρ ας θυμηθούμε τους δέκα σημαντικότερους «αδικημένους» των χρυσών αγαλματιδίων, αυτούς που πρέπει να γνωρίσουν το έργο τους όλοι όσοι αγαπούν το σινεμά και ιδίως οι νεότεροι.
Τσάρλι Τσάπλιν
Ναι, δεν είναι αστείο ούτε τυπογραφικό λάθος. Ο εκ των κορυφαίων κινηματογραφιστών και ηθοποιών του 20ου αιώνα δεν έχει βραβευτεί ούτε μια φορά από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών για τις αριστουργηματικές ταινίες του. Ο Βρετανός πολυσύνθετος καλλιτέχνης (σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος, μοντέρ κλπ) , δημιουργός των αξεπέραστων κλασικών ταινιών «Μοντέρνοι Καιροί», «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ», «Τα φώτα της πόλης» και άλλων πολλών που χάρισαν και χαρίζουν ακόμη το γέλιο και ανοίγοντας δρόμους σκέψης και προβληματισμού για το πού πάει η ανθρωπότητα, αγνοήθηκε επιδεικτικά από την Ακαδημία, αλλά όχι και από αυτούς που αγαπούν τον κινηματογράφο.
Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου έπεσε σε δυσμένεια λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του, ενώ και η λατρεία του για τις γυναίκες, ειδικά της μικρής ηλικίας, του δυσκόλεψαν τη ζωή. Πέντε χρόνια πριν πεθάνει στην Ελβετία, το 1972 η Ακαδημία τον βράβεψε με ειδικό τιμητικό Όσκαρ, για τη συνεισφορά του στον κινηματογράφο.
Ακίρα Κουροσάβα
Στους νεότερους μπορεί να μη λέει πολλά το όνομα του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα (1910-1998), αλλά κατ’ ομολογία των μεγαλύτερων νεότερων σκηνοθετών του αμερικανικού και παγκόσμιου κινηματογράφου (Σπίλμπεργκ, Σκορτσέζε, Σέρτζιο Λεόνε, Τζορτζ Λούκας), υπήρξε ο «δάσκαλος», αυτός που τους ενέπνευσε.
Είναι αξιοθαύμαστο ότι ο Κουροσάβα σε κάθε σεκάνς, κάθε πλάνο του -ασπρόμαυρο ή έγχρωμο- έβλεπες έναν πίνακα μοναδικής αξίας και έμπνευσης και όλα αυτά δεμένα με έναν εξαίσιο και απλό τρόπο που άγγιζε και τον πιο αμύητο θεατή. Μερικές από τις ταινίες του που δεν πρέπει να χάσει κανείς είναι «Ρασομόν», «Γιοζίμπο», «Οι επτά σαμουράι», «Μεθυσμένος άγγελος», «Η γειτονιά των καταφρονεμένων», «Ραν» και «Όνειρα». Αγαπημένος πρωταγωνιστής του Κουροσάβα ήταν ο υπέροχος Τοσίρο Μιφούνε.
Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Αν και προτάθηκε τρεις φορές για Όσκαρ και δεν κέρδισε κανένα, ο διάσημος Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έκανε μια ολόκληρη δική του σχολή στον κινηματογράφο. Ο δημιουργός της «Έβδομης Σφραγίδας» και ίσως ο εκ των πατέρων του υπαρξιακού κινηματογράφου, έβαλε τις προσωπικές σχέσεις σε πρώτο πλάνο στις ταινίες του.
Γιος ενός λουθηρανού πάστορα και μιας φιλότεχνης μητέρας που λαχταρούσε διαζύγιο αλλά έπαψε νωρίς να το διεκδικεί, ο Μπέργκμαν δέχτηκε μια ανατροφή βασισμένη σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα από τις ταινίες του άσκησε δριμεία κριτική τόσο στην εκκλησία όσο και στην εξουσία. Μερικές από τις κλασικές του ταινίες είναι «Η έβδομη σφραγίδα», «Άγριες Φράουλες», «Κραυγές και ψίθυροι» και «Φάνι και Αλέξανδρος». Ο Μπέργκμαν είχε πλούσιο έργο και στο θέατρο, ανεβάζοντας έργα των Πιραντέλο, Τσέχοφ, Καμί, Σέξπιρ, Μπρεχτ κα.
Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Ίσως ότι ακόμη και σήμερα οι πολιτικές του αντιλήψεις παραμένουν μυστήριο και οι τολμηρές του θέσεις ενοχλητικές, όπως και ο αντικομφορμισμός του, που ήταν διάχυτος σε κάθε του ταινία να απαντούν και στο ερώτημα γιατί ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δεν έλαβε ποτέ το Όσκαρ, παρότι είχε προταθεί με αυτό τέσσερις φορές. Ο αξέχαστος δημιουργός των «2001: Οδύσσεια του διαστήματος», «Λάμψη», «Μπάρι Λίντον», «ΣΟΣ Πεντάγωνο καλεί Μόσχα», «Σταυροί στο Μέτωπο» κατήγγειλε μέσα από τις ταινίες του τον φασισμό, τον καπιταλισμό, το ναζισμό, τους πολεμοκάπηλους, αλλά και όλες αυτές τις συμβάσεις των ανθρώπινων σχέσεων που τελικώς σκοτώνουν το ελεύθερο πνεύμα, την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, ο Κιούμπρικ τα κατάφερε άψογα και ως σκηνοθέτης μίας χολυγουντιανής υπερπαραγωγής με τον «Σπάρτακο», τον οποίο γύρισε κατ’ απαίτηση του Κερκ Ντάγκλας.
Όρσον Γουέλς
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι κανείς στο Χόλιγουντ δεν του συγχώρεσε τη μεγαλοφυΐα του. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Όρσον Γουέλς έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1938 με τη ραδιοφωνική του μετάδοση «ο πόλεμος των κόσμων» όταν έπεισε εκατομμύρια Αμερικανούς ακροατές του ραδιοφώνου ότι εξωγήινοι από τον Άρη εισέβαλαν στη Γη. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ταινία «Πολίτης Κέιν», που γύρισε και πρωταγωνίστησε ο ίδιος σε ηλικία μόλις 25 ετών. Ένα αριστουργηματικό φιλμ, που σίγουρα θα ήταν στη λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ωστόσο, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του, πολλές φορές αυτοκαταστροφικός, τον εμπόδισε να μας δώσει και άλλες πολλές ταινίες, πέρα από τους «Υπέροχους Άμπερσονς», τον «Μάκβεθ» και τον «Άρχων του Κακού». Επειδή όμως η τέχνη δεν είναι θέμα ποσότητας, ο Γουέλς σίγουρα θα περάσει στην ιστορία αν και η Αμερικανική Ακαδημία τον αγνόησε – ίσως γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τόσο ταλέντο…
Χάουαρντ Χοκς
Ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου (μαζί με τους Σεσίλ ντε Μιλ, Τζον Φορντ, Γκρίφιθ ήταν και ο Χάουαρντ Χοκς). Ένας κινηματογραφιστής που επηρέασε με τη δουλειά του πολλούς σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς (Σκορτσέζε, Κάρπεντερ, Άλτμαν κα) αν και στο ευρύτερο κοινό δεν ήταν και ιδιαίτερα γνωστός. Χαρακτηριστικό του ήταν ότι αναδείκνυε ιδανικά τους πρωταγωνιστές του και πως ασχολήθηκε και διακρίθηκε με πολλά κινηματογραφικά είδη, από κωμωδίες και περιπέτειες μέχρι δράματα και γουέστερν.
Μπορεί οι ταινίες του να μην είχαν τη σφραγίδα όπως των σημαντικότερων κινηματογραφιστών, που βλέπεις τα πρώτα τρία πλάνα και καταλαβαίνεις ότι είναι Κιούμπρικ, Χίτσκοκ ή Μπέργκμαν, αλλά πραγματικά ήταν τόσο καλογυρισμένες και δουλεμένες που δεν μπορούσες παρά να υποκλιθείς στην κινηματογραφική του ματιά, στον επαγγελματισμό του. Μερικές από τις ταινίες του που πρέπει να δουν οπωσδήποτε οι φίλοι του σινεμά είναι: «Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη» , «Σημαδεμένος», «Η σειρήνα της Μαρτινίκα», «Ο λοχαγός Γιορκ», «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές», «Πάθος και Αίμα», «Ρίο Μπράβο» και «Κόκκινο Ποτάμι». Τιμήθηκε κι αυτός με το ειδικό τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο.
Άλφρεντ Χίτσκοκ
Ο «μετρ του σασπένς» έμεινε κι αυτός έξω από τα Όσκαρ. Ακόμη ένας αγαπημένος του κινηματογραφόφιλου κοινού, της κριτικής και των Ευρωπαίων κυρίως σκηνοθετών, που δεν κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ. Ο Χίτσκοκ είχε δύο περιόδους στην καριέρα του, την αγγλική και την αμερικανική, όπου γύρισε και τις περισσότερες και πιο πετυχημένες ταινίες του. Ιδιοφυής, μεγαλομανής, αφοριστικός, λεπτολόγος (σχεδίαζε τα πλάνα του πρώτα στο χαρτί), με εμμονές, όπως οι ξανθιές πρωταγωνίστριες.
Στις συνεντεύξεις του και ειδικά στη συνομιλία του με τον Φρανσουά Τριφό, απαξίωνε πολλούς από τους πρωταγωνιστές του, που τους χαρακτήριζε ηλίθιους ή ατάλαντους, ενώ δεν έκρυβε και την αντιπάθειά του προς τους Αμερικανούς. Αντιθέτως εκτιμούσε πολύ τον Τζίμι Στιούαρτ. Με τα σημερινά δεδομένα ίσως να ήταν δίπλα στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τον Γουαϊνστιν για τις σεξουαλικές του παρενοχλήσεις και τα καψώνια στις πρωταγωνίστριές του. Και όμως ο Χίτσκοκ είναι ο ένας και μοναδικός μετρ. Κορυφαίες του ταινίες: «Δεσμώτης του Ιλίγγου», «Ψυχώ», «Σιωπηλώς Μάρτυς», «Τα 39 σκαλοπάτια», «Υπόθεση Νοτόριους». Για μία καλύτερη γνωριμία με το φαινόμενο Χίτσκοκ αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο του Φρανσουά Τριφό «Χίτσκοκ».
Μπράιαν Ντε Πάλμα
Της τελευταίας γενιάς, αφού πλησιάζει τα 80 και συνεχίζει ακόμη να σκηνοθετεί. Ο Ντε Πάλμα βαφτίστηκε όχι άδικα ο διάδοχος του Χίτσκοκ (οι επικριτές του τον είπαν «αντιγραφέα») καθώς στις πρώτες του ταινίες οι θεματικές του, ακόμη και πολλές σεκάνς ήταν ίδιες με αυτή του Άγγλου σκηνοθέτη. Εξαιρετικά ταλαντούχος, όμως, έδωσε και μερικές δικές του αριστουργηματικές ταινίες με πρώτη και καλύτερη την «Υπόθεση Καρλίτο».
Μία συγκλονιστική ταινία που έδωσε την ευκαιρία στον Άλ Πατσίνο να γράψει στα υπέρ του ακόμη μία μοναδική ερμηνεία. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του το ανάλωσε σε περιπέτειες της σειράς τύπου «Επικίνδυνη Αποστολή» κλπ. Πάντως, με κάθε ευκαιρία θα ήταν καλό να δείτε και τις ταινίες «Ο σημαδεμένος», «Οργισμένο Είδωλο», «Εφιάλτες από το παρελθόν», «Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας» και «Διχασμένο Κορμί».
Λουίς Μπουνιουέλ
Ο κορυφαίος Ισπανός σκηνοθέτης κι ένας από τους σημαντικότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου, καθιέρωσε δικό του προσωπικό αναρχικό ύφος στις ταινίες του, ενώ συνδέθηκε και με το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ακόμη ένας κινηματογραφιστής που επηρέασε πολλούς σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, ο Μπουνιουέλ αυθεντικός αναρχικός διέλυσε με τις ταινίες του, αλλά και το απαράμιλλο χιούμορ του τόσο την υποκρισία της αστικής τάξης, όσο και της εκκλησιαστικής εξουσίας. Μερικές από τις σημαντικότερες και αξέχαστες ταινίες του είναι «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Η ωραία της ημέρας», «Ανδαλουσιανός σκύλος», «Το φάντασμα της Ελευθερίας», «Το σκοτεινό αντικείμενο του Πόθου».
Ντίνο Ρίζι
Δεν έχει την αίγλη του θρύλου του maestro Φεντερίκο Φελίνι, την αποδοχή του Βιτόριο Ντε Σίκα, τη διασημότητα των Λουκίνο Βισκόντι, Μικελάντζελο Αντονιόνι και Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ούτε το στιβαρό ύφος ενός Σέρτζιο Λεόνε ή το τολμηρό σχεδόν σκανδαλώδες στυλ των Παζολίνι και Φερέρι. Έχει όμως τη χάρη ενός μεγάλου κινηματογραφιστή που αποτύπωσε με γλυκόπικρο χιουμοριστικό τρόπο την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη της Ιταλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τις ταινίες του (από κοντά κι ένας ακόμη μεγάλος, ο Μάριο Μονιτσέλι) λατρέψαμε τους φτωχοδιάβολους, τα κλεφτρόνια του νότου, την εργατική τάξη, τις απιστίες, τους αντιήρωες, τους συνηθισμένους ανθρώπους. Αυθεντικά λαϊκός μεγάλος κινηματογράφος που εμμέσως πλην σαφώς καυτηρίαζε την εξουσία, τη διαφθορά των ισχυρών, αυτών που κυριαρχούν και καταδυναστεύουν τους ανίσχυρους.
Στις ταινίες του χαρήκαμε και μερικά από τα ιερά τέρατα της υποκριτικής, όπως τον Βιτόριο Γκάσμαν, τον Νίνο Μανφρέντι, τον Αλμπέρτο Σόρντι, τον Ούγκο Τονιάτσι, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, την Τζίνα Λολομπριτζίτα, την Κλάουντια Καρντινάλε και φυσικά τη Σοφία Λόρεν. Δεν πρέπει να χάσετε τις ταινίες του: «Ο φανφαρόνος», «Άρωμα γυναίκας», «Φτωχοί αλλά ωραίοι», «Τα τέρατα», «Ψωμί, έρωτας και…». Στην ταινία αυτή, με πρωταγωνιστή τον Βιτόριο Ντε Σίκα, που υποδύεται έναν ερωτύλο αστυνόμο, σε μια σκηνή, περνά δίπλα από ένα φτωχό αγρότη σε κάποιο χωριό του νότου και τον βλέπει να τρώει δύο φέτες ψωμιού αφού πρώτα τα έχει κάνει σάντουιτς. Τον ρωτά τι έχουν μέσα τα ψωμάκια και ο αγρότης του απαντά την φαντασία του. Είναι μία από τις υπέροχες ατάκες που γεμίζουν τις ιταλικές κωμωδίες. Πάντα γλυκές και πάντα με πίκρα.