Μιλώντας στους δημοσιογράφους κατά την τρίτη ημέρα της ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες, ο ιρλανδός πρωθυπουργός δήλωσε ότι εναπόκειται στην πρωθυπουργό της Βρετανίας να αποφασίσει εάν θα αψηφήσει την αντίσταση του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας και θα συμφωνήσει στο προτεινόμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση “backstop”, το οποίο εν δυνάμει θα υψώσει τελωνειακούς φραγμούς ανάμεσα στην Βρετανία και την βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός εξήγησε ότι πρόκειται για μία απόφαση που πρέπει να πάρει η ίδια η Τερέζα Μέι, αλλά προειδοποίησε ότι χωρίς το ιρλανδικό backstop”, οποιαδήποτε συμφωνία διαζυγίου επιτευχθεί μπορεί να μην επικυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Επανέλαβε την προειδοποίηση ότι η επιστροφή των τελωνειακών ελέγχων στα σύνορα της χώρας του με τη Βόρεια Ιρλανδία απειλεί να επαναφέρει την βία στην βρετανική επαρχία.
Ανοιχτός στην «παράταση», αποφασισμένος για «backstop»
Ως προς την προοπτική της παράτασης της μεταβατικής περιόδου, δήλωσε: «Είμαι ανοικτός στην ιδέα της παράτασης… αλλά αυτό δεν αποτελεί εναλλακτική λύση σε ένα νομικά δεσμευτικό ιρλανδικό “backstop”. Κατά συνέπεια, φυσικά δεν αποτελεί εναλλακτική λύση, είναι απλώς κάτι που πρέπει να αποτελεί μέρος του μείγματος».
Η συμφωνία για το “backstop” ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το Ηνωμένο Βασίλειο τον Δεκέμβριο του 2017 προβλέπει ότι, εάν δεν υπάρξει άλλη λύση για το ζήτημα των ιρλανδικών συνόρων, η Βόρεια Ιρλανδία θα παραμείνει εντός της ευρωπαϊκής τελωνειακής ένωσης. Αυτό θα διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξει «σκληρό σύνορο» ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρεια Ιρλανδία, που θα είναι το μόνο χερσαίο σύνορο ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit.
Ομως, οι Ενωτικοί της Βόρειας Ιρλανδίας δεν δέχονται η Βόρεια Ιρλανδία να διέπεται από διαφορετικό καθεστώς σε σχέση με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit, τον Μάρτιο του 2019. Κατά συνέπεια, η δημιουργία συνόρων ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και τη βρετανική νήσο, τα οποία θα τοποθετηθούν στην θάλασσα της Ιρλανδίας είναι για τους Ενωτικούς προτεστάντες κόκκινη γραμμή. Οχι όμως και για τους Ρεπουμπλικανούς καθολικούς. Και, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ούτε για την πλειοψηφία των νέων Βορειοϊρλανδών που επιθυμούν τη παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ανοικτά σύνορα με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Εν ολίγοις, το διαζύγιο ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτεί τη δημιουργία ενός «σκληρού συνόρου» ανάμεσα στο ευρωπαϊκό μπλοκ και τη βρετανική επικράτεια. Διαφορετικά, το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ένωση έχοντας διατηρήσει τα προνόμιά του στις εμπορικές συναλλαγές με την ΕΕ και έχοντας απεμπολήσει όλες τις υποχρεώσεις που ισχύουν για τα κράτη μέλη. Ενα τέτοιο καθεστώς θα ισοδυναμούσε με τη θεσμοθέτηση του μεγαλύτερου και πλέον σκανδαλώδους opt out που θα έχει επιτύχει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ιστορία των σχέσεών του με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αυτό το αναγκαίο «σκληρό σύνορο» δεν μπορεί να τοποθετηθεί στη νήσο της Ιρλανδίας, για να μην τιναχθούν στον αέρα οι ειρηνευτικές συμφωνίες του 1998. Κατά συνέπεια, το μόνο σημείο στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί είναι η θάλασσα που χωρίζει τη Βόρεια Ιρλανδία και τη Βρετανία.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ