Η Τουρκία ψηφίζει την Κυριακή σε ένα ιστορικής σημασίας δημοψήφισμα για την συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία θα ενισχύσει τις εξουσίες του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ενδέχεται να καθορίσει το μέλλον της χώρας.
Το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος θα επηρεάσει τις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την αντιμετώπιση του κουρδικού ζητήματος και την εξέλιξη της τουρκικής κοινωνίας.
Ακολουθούν πέντε ερωτήματα για το τι μπορεί να αλλάξει το δημοψήφισμα:
Περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατική Τουρκία;
Αν κερδίσει την Κυριακή, ο Ερντογάν θα έχει σημαντικά ενισχυμένες εξουσίες και θεωρητικά θα μπορεί να παραμείνει στη θέση του προέδρου ως το 2029. Η εκτελεστική εξουσία θα συγκεντρωθεί στα χέρια του και η θέση του πρωθυπουργού θα καταργηθεί.
Οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για να σταθεροποιηθεί η εκτελεστική εξουσία και να τεθούν ξεκάθαρα όρια με τη δικαστική και την νομοθετική εξουσία.
Όμως οι αντίπαλοί του φοβούνται ότι πλέον δεν θα υπάρχει κάποιο αντίβαρο, ανοίγοντας τον δρόμο σε ένα αυταρχικό καθεστώς.
Το προεδρικό αυτό σύστημα «συγκεντρώνει άνευ προηγουμένου εξουσίες στα χέρια ενός μόνο άνδρα», υπογραμμίζει ο Άλαν Μακόφσκι του Centre for American Progress.
Μια νίκη του «όχι» στο δημοψήφισμα θα θεωρηθεί προσβολή για τον Ερντογάν, ο οποίος έχει ρίξει όλο του το βάρος στην εκστρατεία.
Ποιο θα είναι το μέλλον με την Ευρώπη;
Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν επιδεινωθεί σημαντικά τον τελευταίο καιρό, με τον Ερντογάν να έχει κατηγορήσει κάποιες ευρωπαϊκές χώρες για «ναζιστικές πρακτικές».
Σύμφωνα με τον Τούρκο πρόεδρο, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της χώρας στην ΕΕ, που βρίσκονται σε τέλμα εδώ και καιρό, θα τεθούν και πάλι «στο τραπέζι» μετά το δημοψήφισμα. Επίσης έχει δηλώσει ότι θα ξεκινήσει εκ νέου η συζήτηση για την επαναφορά της θανατικής ποινής, μια κόκκινη γραμμή για τις Βρυξέλλες.
«Η τακτική του να επιτίθεται συνεχώς στην ΕΕ (…) για να εξυπηρετήσει στόχους της εσωτερικής του πολιτικής έχει πλέον φτάσει στα όριά της», υπογραμμίζει ο Μαρκ Πιερινί του Carnegie Europe.
Σε περίπτωση νίκης του στο δημοψήφισμα, ο Ερντογάν ενδέχεται να εγκαταλείψει το σχέδιο της ένταξης στην ΕΕ για να βελτιώσει τις εμπορικές σχέσεις του με το μπλοκ υπό τη μορφή μας ενισχυμένης τελωνειακής ένωσης.
Πόλεμος ή ειρήνη με τους Κούρδους;
Μετά την κατάρρευση της ιστορικής εκεχειρίας με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) το καλοκαίρι του 2015, η νοτιοανατολική Τουρκία έχει βυθιστεί σε μια δίνη αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας και των Κούρδων αυτονομιστών.
Οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν αυξήσει την πίεση που ασκούν στο φιλοκουρδικό περιβάλλον, είτε το πολιτικό είτε των μέσων ενημέρωσης, που κατηγορείται για «τρομοκρατικές» ενέργειες σε συνεργασία με το PKK.
Όμως αν κερδίσει το «ναι» με μικρή διαφορά, ο Ερντογάν ίσως αναγκαστεί να υιοθετήσει μια πιο «συμβιβαστική» στάση στο κουρδικό ζήτημα, εκτιμά η Ασλί Αϊντιντασμπάς του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.
Συμφιλίωση ή πόλωση;
Η τουρκική κοινωνία είναι βαθιά πολωμένη τα τελευταία χρόνια γύρω από το πρόσωπο του Ερντογάν. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το δημοψήφισμα, ο Τούρκος πρόεδρος έχει δαιμονοποιήσει τους αντιπάλους του, κατηγορώντας τους ότι συνεργάζονται με τους «τρομοκράτες» και τους «στασιαστές».
Ο Ερντογάν «κερδίζει τις εκλογές, όμως τελικά η μισή χώρα τον αγαπά και η άλλη μισή τον απεχθάνεται. Αυτή είναι η αιτία της κρίσης της σύγχρονης Τουρκίας», εξηγεί ο Σονέρ Τσαγκαπτάι του Washington Institute.
Ο Τούρκος πρόεδρος συμμάχησε με τους υπερεθνικιστές για να κερδίσει τη μάχη του δημοψηφίσματος, γεγονός που δείχνει περισσότερο ρεαλισμό από μέρους του σε σχέση με το παρελθόν.
Κάποιοι αναλυτές μάλιστα αναμένουν από τον Ερντογάν να υιοθετήσει μια πιο συμφιλιωτική ρητορική μετά το δημοψήφισμα, αν το κερδίσει.
Ανάκαμψη της οικονομίας ή συρρίκνωση;
Οι αγορές εκτιμούν ότι το «ναι» θα κερδίσει στο δημοψήφισμα και ελπίζουν σε μια επιστροφή της σταθερότητας στην Τουρκία, η οποία πλήττεται εδώ και ενάμιση χρόνο από μια σειρά επιθέσεων.
Όμως μεσοπρόθεσμα, η αβεβαιότητα κυριαρχεί. Η μείωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στους θεσμούς, η αυξημένη πόλωση της κοινωνίας και η καθυστέρηση της υιοθέτησης διαρθρωτικών αλλαγών ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη.
Μια νίκη του «ναι» «ενδέχεται να γίνει δεκτή θετικά από τις αγορές βραχυπρόθεσμα», επεσήμαναν οι BCG Partners από την Κωνσταντινούπολη.
Όμως η ανάπτυξη «παραμένει ασθενής και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του προεδρικού συστήματος ακόμη δεν είναι γνωστές».
ΠΗΓΗ ΑΠΕ-ΜΠΕ