Θεολόγοι της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος έχουν εκδώσει μία εξαιρετικά λεπτομερή φάτουα (θρησκευτικό διάταγμα) η οποία ρυθμίζει πότε οι “ιδιοκτήτες” γυναικών-σκλάβων της οργάνωσης μπορούν να έχουν σεξουαλικές επαφές μαζί τους. Η φάτουα αρ. 64 έχει ισχύ νόμου και υπερβαίνει τις μέχρι σήμερα γνωστές γνωμοδοτήσεις για το θέμα, ρίχνοντας φως στον τρόπο με τον οποίο η οργάνωση προσπαθεί να επανερμηνεύσει θεολογικές διδαχές αιώνων για να νομιμοποιήσει τη δουλεία γυναικών στα εδάφη που ελέγχει στη Συρία και το Ιράκ.
Το κείμενο της φάτουα 64 περιλαμβάνεται σε τεράστιο όγκο εγγράφων που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια επιχείρησης των αμερικανικών ειδικών στρατιωτικών δυνάμεων κατά ηγετικού στελέχους του ισλαμικού κράτους τον Μάιο. Μεταξύ των θρησκευτικών κανόνων που περιλαμβάνει η φάτουα υπάρχει η απαγόρευση σε πατέρα και γιο να έχουν σεξουαλική επαφή με την ίδια σκλάβα. Απαγορεύεται επίσης σε έναν ιδιοκτήτη μητέρας και κόρης να έχει σχέσεις και με τις δύο. Επίσης απαγορεύεται στους συνιδιοκτήτες μίας σκλάβας να έχουν σεξουαλικές σχέσεις μαζί της διότι θεωρείται ως “μέρος συνιδιοκτησίας”.
Τα Ηνωμένα Έθνη και οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν κατηγορήσει το ισλαμικό κράτος για συστηματικές απαγωγές και βιασμούς χιλιάδων γυναικών και κοριτσιών έως και 12 ετών, ιδιαίτερα μελών της εθνότητας των Γεζίντι του βόρειου Ιράκ. Πολλές δόθηκαν σε μαχητές ως αμοιβή ή πουλήθηκαν ως σκλάβες του σεξ. Το Ισλαμικό Κράτος δεν προσπαθεί να καλύψει τις πρακτικές αυτές, αντίθετα κομπάζει γι’ αυτές, ενώ έχει συστήσει υπηρεσία λαφυραγώγησης για τη διαχείριση της δουλείας.
Σε έγγραφο με ημερομηνία Απριλίου, η οργάνωση Human Rights Watch συγκέντρωσε μαρτυρίες 20 γυναικών που διέφυγαν και περιέγραψαν πώς μαχητές του Ισλαμικού Κράτους χώρισαν τις νεαρές γυναίκες και τα κορίτσια από τους άνδρες, τα αγόρια και τις μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες. Μεταφέρθηκαν “με οργανωμένο και μεθοδικό τρόπο σε διάφορες περιοχές του Ιράκ και της Συρίας”. Πουλήθηκαν ή δόθηκαν ως δώρα και υπέστησαν επανειλημμένα βιασμούς και σεξουαλικές κακοποιήσεις.
Η φάτουα αρ.64, με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου 2015, εκδόθηκε από την Επιτροπή Έρευνας και Φάτουα του Ισλαμικού Κράτους και κωδικοποιεί τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ μαχητών του ΙΚ και των γυναικών σκλάβων τους για πρώτη φορά, επεκτείνοντας την οδηγία που είχε εκδοθεί από την οργάνωση το 2014 για τη μεταχείριση των σκλάβων. Η φάτουα ξεκινά με μία ερώτηση: “Ορισμένοι από τους αδελφούς έχουν διαπράξει παραβιάσεις στο θέμα της μεταχείρισης των γυναικών σκλάβων. Αυτές οι παραβιάσεις δεν είναι επιτρεπτές από το νόμο της Σαρία, διότι αυτοί οι κανόνες δεν έχουν προσαρμοσθεί κατά το πέρασμα του χρόνου. Υπάρχουν προειδοποιήσεις σχετικές με το θέμα αυτό;”.
Στη συνέχεια διατυπώνει 15 εντολές, προχωρώντας σε λεπτομερείς περιγραφές:
“Εάν ένας ιδιοκτήτης θηλυκιάς σκλάβας, που έχει κόρη κατάλληλη για σεξουαλική συνεύρεση, έχει σεξουαλικές σχέσεις με την τελευταία, δεν του επιτρέπεται να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη μητέρα της και αυτή η απαγόρευση είναι μόνιμη. Εάν έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη μητέρα, τότε δεν επιτρέπεται να συνευρεθεί με τη κόρη και αυτή η απαγόρευση είναι μόνιμη”.
Η φάτουα καλεί τους ιδιοκτήτες γυναίκας σκλάβας “να δείχνουν συμπόνοια προς αυτήν, να είναι ευγενικοί μαζί της, να μη τις ταπεινώνουν και να μην τους αναθέτουν δουλειές που δεν μπορούν κάνουν”. Ένας ιδιοκτήτης δεν πρέπει πουλά μία σκλάβα σε άτομο που ξέρει ότι θα την κακομεταχειρισθεί.
Ο καθηγητής Αμπντέλ Φάταχ Αλαουάρι, πρύτανης του τμήματος Ισλαμικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αλ Αζχαρ δηλώνει ότι το Ισλαμικό Κράτος “δεν έχει καμία σχέση με το ισλάμ” και ότι παρερμηνεύει σκοπίμως στίχους και ρητά αιώνων που αρχικά είχαν ως στόχο να τερματίσουν, παρά να ενθαρρύνουν, τη δουλεία. “Το ισλάμ διδάσκει την απελευθέρωση των σκλάβων, όχι τη δουλεία. Η δουλεία ήταν το στάτους κβο όταν εμφανίσθηκε το Ισλάμ. Ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ο περσικός πολισμός εφάρμοζαν τη δουλεία και έπαιρναν ως σεξουαλικές σκλάβες τις γυναίκες των εχθρών. Το ισλάμ θεώρησε αποτρόπαια αυτήν την πρακτική και εργαζόταν για τη σταδιακή κατάργησή της”.
Τον Σεπτέμβριο 2014, περισσότεροι από 120 θεολόγοι του ισλάμ από ολόκληρο τον κόσμο υπέγραψαν ανοικτή επιστολή προς τον ηγέτη του ισλαμικού κράτους Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι απορρίπτοντας τα θεολογικά επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η οργάνωση για να δικαιολογήσει τις πράξεις της. “Η επανεισαγωγή της δουλείας απαγορεύεται στο ισλάμ”, έγραφαν στο κείμενο.