Λένε πως όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, Έλληνα θα βρεις από κάτω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η… πέτρα είναι, ας πούμε, κύμα. Και μάλιστα κύμα της Μαύρης Θάλασσας. Όλα έγιναν πριν από τον Δεκαπενταύγουστο, όταν ένα ζευγάρι από το Νοβοροσκίσκ αποφάσισε να πάρει τη φουσκωτή βάρκα του για μια βόλτα στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό που έζησαν, δεν το φαντάζονταν ούτε στο χειρότερο εφιάλτη τους.
Η 35χρονη Ναντέζντα Βατρούσκινα και ο Αρμένιος σύζυγός της Μιχαΐλ Αλαβερντιάν αποφάσισαν να πάνε για ψάρεμα με την καινούρια τους φουσκωτή βάρκα. Έφυγαν στις 8 Αυγούστου από το ακρωτήρι Μισκάκο στη Μαύρη Θάλασσα. Η θάλασσα έμοιαζε με λίμνη εκείνη την ημέρα. Τόσο καλός ήταν ο καιρός, τόσο καλές έδειχναν οι συνθήκες.
Το ζευγάρι πήρε τα καλάμια ψαρέματος και όλα τα απαραίτητα σύνεργα και ξεκίνησε για τη βόλτα. Άφησαν ακόμη και τα κινητά τους στο αυτοκίνητό τους. Πίστεψαν πως δεν θα αργούσαν να επιστρέψουν…
Όμως η βόλτα που υπολόγιζαν πως θα διαρκούσε μισή ώρα έγινε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια. Τέσσερις νύχτες και πέντε μέρες βολόδερναν στα νερά της Μαύρης Θάλασσας. Και όταν έχασαν τις ελπίδες για διάσωση, εμφανίστηκε ο Έλληνας από μηχανής Θεός!
https://youtu.be/zZBJMXRX3DA
Ώρες αγωνίας στη Μαύρη Θαλάσσα
Λίγη ώρα αφού είχαν ξεκινήσει τη βαρκάδα τους. Ο καιρός άλλαξε και οι δυνατοί άνεμοι παρέσυραν τη βάρκα στα ανοιχτά. Η Ναντέζντα και ο Μιχαΐλ δεν μπορούσαν να βγουν στη στεριά, η οποία σύντομα χάθηκε από το οπτικό τους πεδίο. Τα μανιασμένα κύματα πήραν και το ένα από τα κουπιά της βάρκας. Το ζευγάρι έμεινε να παλεύει, να προσπαθεί ακόμη και με τα χέρια να «γυρίσει» τη βάρκα προς το Νοβοροσκίσκ.
Μαζί τους δεν είχαν καμία προμήθεια, παρά μόνο λίγους λιόσπορους αλλά κι αυτούς τους παρέσυραν τα κύματα. Δεν είχαν ούτε καν νερό, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να πίνουν νερό από τη θάλασσα.
«Παρά τις προσπάθειές μας να φωνάζουμε σε πλοία, τάνκερ, γιοτ, παρασυρόμασταν από τον αέρα. Μετά, νύχτωσε. Με αέρα, καταιγίδα και κρύο. Η βάρκα γέμιζε συνεχώς νερά. Κοιμόμασταν με βάρδιες και περιμέναμε το ξημέρωμα για να ζεσταθούμε. Τέσσερις νύχτες και πέντε μέρες» έγραψε η Ναντέζντα στη σελίδα της.
Φώναζαν, κουνούσαν τα ρούχα τους με την ελπίδα πως κάποιος από τα πλοία που περνούσαν, θα τους έβλεπε και θα τους έσωσε. Μάταια. Τα πόδια τους είχαν αρχίσει να πρήζονται καθώς ήταν συνεχώς μέσα στο νερό. Και είχαν να αντιμετωπίσουν άλλη μια δυσκολία: τα κουνούπια και τα τσιμπήματα.
Οι νύχτες και οι μέρες, μαρτυρικές. Το βράδυ κρύωναν, το πρωί καίγονταν και δεν είχαν τίποτα να προφυλαχθούν ούτε από το κρύο ούτε από τη ζέστη. Μόνο τα καπέλα τους αλλά προφανώς δεν ήταν αρκετά… Έφτασαν να έχουν ακόμη και παραισθήσεις. Φώναζαν στο νερό και μέχρι την πέμπτη μέρα είχαν υποστεί σοβαρά εγκαύματα από τον ήλιο.
Η Ναντέζντα δεν κρύβει πως τόσο εκείνη όσο και ο σύζυγός της φοβήθηκαν ότι θα πέθαιναν εκεί. Τρεις φορές αναποδογύρισε η βάρκα τους εξαιτίας της θαλασσοταραχής και βρέθηκαν στο βυθό. «Βλέπεις τον άνδρα σου να κοιμάται στην άλλη άκρα της βάρκας. Και εκείνη τη στιγμή, η βάρκα αναποδογυρίζει». Ο Μίσα εξαφανίστηκε για λίγη ώρα στη θάλασσα. Η Ναντέζντα πίστεψε πως τον είχε χάσει. Αλλά βρέθηκαν και μπόρεσαν να ανέβουν ξανά στη βάρκα τους.
Την πέμπτη μέρα ήρθε η σωτηρία
Είχαν πια μπει στην πέμπτη μέρα αγωνίας. Τότε, περίπου το μεσημέρι, η Ναντέζντα και ο Μιχαΐλ είδαν στον ορίζοντα, μέσα από την ομίχλη, ένα πλοίο. «Παρατηρήσαμε ένα γκρι πλοίο να έρχεται προς το μέρος μας. Ήταν ένα θαύμα». Άλλωστε, όπως είπε η 35χρονη Ρωσίδα, από ένα σημείο και μετά, το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν να προσεύχονται για ένα θαύμα. «Ο Χριστός μας έσωσε» είπε.
Το πλοίο ήταν το τάνκερ Kriti Rock, με καπετάνιο τον Χρήστο Κωνσταντινίδη. Το υπό ελληνική σημαία πλοίο είχε ξεκινήσει από την Τουρκία για το λιμάνι Ταμάν. Όταν τους βρήκαν, οι δυο ναυαγοί βρίσκονταν 70 χιλιόμετρα από την ακτή.
Τα μέλη του πληρώματος (Έλληνες, Φιλιππινέζοι, Ρώσοι και Ρουμάνοι ναυτικοί) είδαν τους ναυαγούς και αμέσως ξεκίνησε η επιχείρηση διάσωσης. Τους έριξαν σωσίβια και σκάλα για να μπορέσουν να ανέβουν στο πλοίο. Πρώτος ανέβηκε ο Μιχαΐλ και μετά μαζί με τους ναυτικούς βοήθησαν και τη Ναντέζντα.
Ήταν 12 Αυγούστου περίπου μια μετά το μεσημέρι. Το ζευγάρι ανέβηκε στο πλοίο και εκεί τους έδωσαν τις πρώτες βοήθειες. Τους έδωσαν φαγητό και νερό, ρούχα και τους εξέτασαν για να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας τους.
Εκείνη την ημέρα κατάφεραν για πρώτη φορά να επικοινωνήσουν και με τους συγγενείς τους. Τρεις μέρες έμεινε το ζευγάρι στο ελληνικών συμφερόντων τάνκερ, πριν καταφέρουν να επιστρέψουν, σώοι, στο Νοβοροσίσκ.
«Μας έσωσε ο Χριστός»
Κάθε μέρα, στις 12:00 το μεσημέρι, ο Χρήστος Κωνσταντινίδης συνηθίζει να προσεύχεται στην καμπίνα του. Αλλά εκείνη την ημέρα, στις 12 Αυγούστου, έμελλε να είναι στο κατάστρωμα.
Ο ίδιος είπε ότι κάθε μέρα από τις 12:00 έως τις 13:00 προσεύχεται στην καμπίνα του, όπου έχει δυο εικόνες, του Χριστού και της Παναγιάς. Αλλά εκείνο το μεσημέρι ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Αποφάσισε να ανέβει στο κατάστρωμα. Και εκεί, οι ναύτες τον ενημέρωσαν πως είδαν ανθρώπους στη θάλασσα. Και αμέσως έδωσε την εντολή να τους σώσουν.
Με πληροφορίες και φωτογραφίες από metronews.ru, dailypress-bg.com, nsk.kp.ru, vesti-ukr.com, Daily Mail