Την Δευτέρα (05.11.2018), ο υποψήφιος ένορκος, που ζει στη Νέα Υόρκη εδώ και 20 χρόνια αλλά έχει γεννηθεί στο Μεντεγίν της Κολομβίας, είπε ότι του αρέσουν οι αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές και ότι γνωρίζει καλά το θέμα του εμπορίου ναρκωτικών, λόγω της καταγωγής του. Το Μεντεγίν έγινε γνωστό σε όλον τον κόσμο καθώς ήταν το κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου κοκαΐνης την εποχή του Πάμπλο Εσκομπάρ.
Ο Γκουσμάν ήταν επί 25 χρόνια ο αρχηγός ενός από τα ισχυρότερα καρτέλ ναρκωτικών στον κόσμο. Σήμερα, ο νεαρός φαίνεται ότι ρώτησε έναν κλητήρα του δικαστηρίου αν θα μπορούσε να έχει το αυτόγραφο του Ελ Τσάπο, ο οποίος ήταν ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος στις ΗΠΑ, μετά τον Οσάμα μπιν Λάντεν.
Ένας από τους εισαγγελείς ζήτησε να απορριφθεί από ένορκος ο νεαρός, επειδή είναι “ερωτευμένος” με τον Ελ Τσάπο. Ο συνήγορος υπεράσπισης όμως είχε διαφορετική άποψη. Ο δικαστής παρενέβη και τον ρώτησε ευθέως γιατί ζήτησε αυτόγραφο από τον κατηγορούμενο. Και εκείνος απάντησε: “Επειδή είμαι κάπως θαυμαστής του”.
Ως αποτέλεσμα, τον διέγραψαν αμέσως από τον κατάλογο των πιθανών ενόρκων.
Ο ίδιος ο Ελ Τσάπο, που καθόταν στο εδώλιο φορώντας σκούρο κοστούμι και γαλάζιο πουκάμισο με καρό γραβάτα, φάνηκε να διασκεδάζει με το περιστατικό αυτό.
Η επιλογή των 12 ενόρκων και των 6 αναπληρωματικών τους ξεκίνησε την Δευτέρα και θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή. Πολλοί από όσους έχουν κληθεί δηλώνουν ότι δεν θέλουν να μετάσχουν σε αυτή τη δίκη. Την Δευτέρα, δύο γυναίκες αποκλείστηκαν από τη διαδικασία, καθώς είπαν ότι φοβούνται αντίποινα από συνεργάτες του Ελ Τσάπο. Σήμερα, ο δικαστής ανέφερε ότι μια άλλη γυναίκα του είπε ότι η μητέρα της απειλεί να μετακομίσει αν εκείνη γίνει ένορκος στη δίκη.
Αποκλείστηκε επίσης ένα πρόσωπο που έπαθε κρίση πανικού και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο.
Για την προστασία των ενόρκων, η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών. Τα ονόματά τους είναι απόρρητα και καθημερινά θα συνοδεύονται στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μπρούκλιν, όπου τα μέτρα ασφαλείας έχουν ενισχυθεί.
Ο Γκουσμάν, 61 ετών, κατηγορείται ότι ήταν επικεφαλής, από το 1989 μέχρι το 2014, του καρτέρ της Σιναλόα που εισήγαγε στις ΗΠΑ περισσότερους από 154 τόνους κοκαΐνης, τεράστιες ποσότητες ηρωίνης, μεθαμφεταμίνης και μαριχουάνας, συνολικής αξίας 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων.