Αυτή είναι η ανησυχητική εκτίμηση μιας νέας ολλανδο-βρετανικής μελέτης, με επικεφαλής τον δρα Φρανσίσκο Εστράδα του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Μελετών του Πανεπιστημίου VU του Άμστερνταμ, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής “Nature Climate Change”.
Σύμφωνα με τη μελέτη που ανέλυσε στοιχεία για τις 1.692 μεγαλύτερες πόλεις κατά την περίοδο 1950-2015, οι πόλεις καλύπτουν περίπου το 1% της επιφάνειας του πλανήτη, αλλά φιλοξενούν πάνω από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό, παράγουν το 80% του παγκόσμιου ΑΕΠ και καταναλώνουν το 78% της ενέργειας παγκοσμίως, ενώ παράγουν πάνω από το 60% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Μεταξύ 1950-2015 το 27% των πόλεων της Γης και το 65% του παγκόσμιου αστικού πληθυσμού βίωσαν θερμοκρασίες πάνω από την μέση παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας στη διάρκεια αυτής της περιόδου (περίπου 0,6 βαθμοί Κελσίου).
Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι η άνοδος της θερμοκρασίας ορισμένων πόλεων θα έχει επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων τους, στα οικονομικά τους και σε ζωτικούς φυσικούς πόρους τους όπως το νερό. Η «αστική θερμική νησίδα» εκτιμάται ότι μπορεί τουλάχιστον να διπλασιάσει το κόστος της κλιματικής αλλαγής για πολλές πόλεις.
Οι εκτιμήσεις βασίζονται στο χειρότερο «σενάριο» ότι οι εκπομπές αερίων θα συνεχίσουν να αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του τρέχοντος αιώνα. Αν αυτό συμβεί, τότε μία στις τέσσερις πολυπληθέστερες πόλεις του κόσμου μπορεί να αντιμετωπίσει θερμοκρασίες αυξημένες κατά επτά βαθμούς Κελσίου έως το 2100, ενώ για το 5% των πόλεων η άνοδος της θερμοκρασίας μπορεί να φθάσει ή και να ξεπεράσει τους οκτώ βαθμούς.
Ένα μέρος της αύξησης του θερμομέτρου -γύρω στις δύο βαθμούς Κελσίου σε ορισμένες πολυπληθείς πόλεις έως το 2050- θα οφείλεται στο φαινόμενο της «αστικής θερμικής νησίδας». Αυτό συμβαίνει, όταν οι χώροι πρασίνου και νερού (πάρκα, λίμνες κ.α.), οι οποίοι αντισταθμίζουν εν μέρει την ζέστη, αντικαθίστανται από τσιμεντένιες οικοδομές και ασφάλτινους δρόμους, που επιτείνουν την άνοδο της θερμοκρασίας. Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, τη λειτουργία των αιρ-κοντίσιον κ.α.
Όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις, η μέση πόλη αναμένεται να χάσει το 1,4% έως 1,7% του ΑΕΠ της έως το 2050 και το 2,3% έως 5,6% έως το 2100, ενώ για μερικές πόλεις η απώλεια μπορεί να αγγίξει το 11% έως το τέλος του αιώνα. Οι απώλειες αυτές προκύπτουν από την μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας για ψύξη των εσωτερικών χώρων, από τη μεγαλύτερη ρύπανση του αέρα και του νερού, την μείωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων κ.α.
Οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη οι πόλεις να πάρουν μέτρα (φύτεμα δέντρων, χρήση πιο ανακλαστικών επιφανειών σε στέγες και πεζοδρόμια κ.α.), ώστε να περιορίσουν την παγίδα της «αστικής θερμικής νησίδας».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ