Η Μαρίγια Φρλαν (Marija Frlan) κουβαλά στην ψυχή και το σώμα της τα σημάδια από τις φρικαλεότητες που βίωσε όχι μόνο η ίδια, αλλά και εκατομμύρια ακόμα Εβραίοι, θύματα του Ολοκαυτώματος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το Ράβενσμπρικ ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης (κοντά στην κωμόπολη Φύρστενμπεργκ, 55 μίλια βόρεια του Βερολίνου) όπου κατέληξε η κ. Φρλαν, αφού πρώτα, όπως τόνισε σε συνέντευξή της στο ειδησεογραφικό πρακτορείο “STA”, την είχε ανακρίνει η Γκεστάπο, την άνοιξη του 1943.
“Περπατούσαμε στο χιόνι, από το Μπέγκουνιε στο Λέστσε και εκεί μας φόρτωσαν σε ένα τρένο, το οποίο μας πήγε στο Μόναχο. Από εκεί αλλάξαμε τρένα και οδηγηθήκαμε κατευθείαν στο Ράβενσμπρικ” ανέφερε. Το Ράβενσμπρικ ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης για τις γυναίκες μεταξύ 1939 και 1945. Σε αυτό ήταν φυλακισμένες περίπου 120.000 γυναίκες και παιδιά.
“Ήμασταν καταδικασμένοι”
Έχοντας συνηθίσει στη σκληρή δουλειά από νεαρή ηλικία και τις κακουχίες, αλλά έχοντας πίστη, η κ. Φρλαν δεν παραιτήθηκε ποτέ από την ελπίδα για τη ζωή και άντεξε σε όλες τις κακουχίες. Ομως, η σκιά του θανάτου που είχε “εγκατασταθεί” πάνω από το στρατόπεδο, της άφηνε πικρή “γεύση”, όχι μόνο σε σχέση με το τι θα ξημέρωνε για την ίδια, αλλά και για τους χιλιάδες άλλους φυλακισμένους στο στρατόπεδο. “Ήμασταν καταδικασμένοι” δήλωσε η κ. Φρλαν και πρόσθεσε ότι η δύναμη της θέλησης, την οδηγούσε ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, να ανακαλέσει στη μνήμη της φωτεινές “σελίδες” του παρελθόντος.
Η απελευθέρωση
Η Μαρίγια Φρλαν πέρασε 13 μήνες στο στρατόπεδο και απελευθερώθηκε στις 27 Απριλίου 1945. Ο φόβος όμως που είχε “φωλιάσει” στην ψυχή της, τη συνόδευε σε όλο το ταξίδι της επιστροφής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν καλός “σύμβουλος”, αφού την ‘ανάγκαζε’ να εξετάζει με πολλή προσοχή ό,τι άκουγε, ό,τι έβλεπε, ό,τι της έλεγαν.
Η Μαρίγια, μαζί με μία ομάδα τριάντα ατόμων, χρειάστηκε περίπου ένα μήνα για να επιστρέψει στο σπίτι της. “Στον σταθμό των τρένων είδαμε στρατιώτες, δεν ξέραμε ποιοι ήταν. Μας είπαν να κατέβουμε από το τρένο και αυτό κάναμε. Ρωτήσαμε γιατί έπρεπε να κατέβουμε, αφού το μόνο που θέλαμε ήταν να φτάσουμε στο σπίτι και μας απάντησαν ότι όποιος μπαίνει στη Γιουγκοσλαβία πυροβολείται. Είχαμε συνηθίσει στην ιδέα του θανάτου, ζούσαμε μ’ αυτή καθημερινά, οπότε τους είπαμε πως και να μας πυροβολήσουν, δεν μας νοιάζει…”.
Τελικά οι απειλές των στρατιωτών δεν έγιναν πραγματικότητα, αλλά η ίδια και τα μέλη της υπόλοιπης ομάδας οδηγήθηκαν στη Λιουμπλιάνα για εξακρίβωση στοιχείων. Οταν τελείωσε και αυτή η διαδικασία, η Μαρίγια ήταν, επιτέλους, ελεύθερη να επιστρέψει στο σπίτι της στη Σκόφια Λόκα.
Ερημωμένο σπίτι, αλλά πλούσια ψυχή
Η Μαρίγια Φρλαν επέστρεψε σε ένα ερημωμένο σπίτι, που έμοιαζε σαν να είχε “ξεπηδήσει” από σελίδες αστυνομικού μυθιστορήματος. Το σπίτι της, αυτό που άλλοτε έσφυζε από ζωή και ήταν η στέγη για την ίδια και τον σύζυγό της, στεκόταν μπροστά της σαν ψέμα… “Επέστρεψα στο σπίτι, ένα άδειο, ερημωμένο σπίτι. Ημουν ολομόναχη. Ο σύζυγός μου είχε σκοτωθεί από τους Ναζί. Δεν είχα τίποτα” σημείωσε.
Η δύναμη της ψυχής της όμως, ήταν αυτή που την κράτησε στη ζωή και της έδωσε κουράγιο για να συνεχίσει την δική της πορεία, να προχωρήσει μπροστά. Σιγά σιγά η Μαρίγια έπιασε δουλειά και αργότερα δημιούργησε πάλι οικογένεια. “Υπήρχε περισσότερο κακό παρά καλό, αλλά η ζωή συνεχίστηκε και συνεχίζεται” δήλωσε η κ. Φρλαν.