Αυτό αναφέρει μελέτη με αφορμή τα 20 χρόνια του ευρώ, ενώ αντίθετα όλες σχεδόν οι υπόλοιπες χώρες έπαθαν οικονομική ζημιά από το ενιαίο νόμισμα.
Η μελέτη για το ευρώ από το γερμανικό Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής, δείχνει οι χώρες που υπήρξαν περισσότερο επικριτικές για τα πακέτα διάσωσης είναι αυτές που κέρδισαν περισσότερο από το ενιαίο νόμισμα που εισήχθη το 1999 και πυροδότησε αρχικά πιστωτική και επενδυτική άνοδο καθώς επεξέτεινε σε όλη την περιφέρεια της ευρωζώνης τα πλεονεκτήματα από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων της Γερμανίας.
Ωστόσο μετά από την τεράστια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 τα χρέη αυτά έγιναν δύσκολα αντιμετωπίσιμα με αποτέλεσμα το ευρώ να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρο να αναγκάζονται να ζητήσουν οικονομική βοήθεια καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε και μειώθηκαν οι χρηματοδοτήσεις.
Ποιοι έγιναν πλουσιότεροι και ποιοι φτωχότεροι
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ από το 1999 οπότε καθιερώθηκε το ευρώ οι Γερμανοί εκτιμάται ότι κατά μέσο έγιναν πλουσιότεροι κατά 23.000 και οι Ολλανδοί κατά 21.000 από ότι θα ήταν χωρίς το ευρώ. Αντίστοιχα οι Ιταλοί και οι Γάλλοι έγιναν φτωχότεροι κατά 74.000 και 56.000 . Τα περισσότερα μέλη της ευρωζώνης είχαν περιόδους με καθαρό όφελος από τη συμμετοχή τους στην ευρωζώνη αλλά αυτές υπερκαλύφθηκαν από περιόδους κατά τις οποίες το ευρώ βάρυνε την ανάπτυξη. Η Ελλάδα ήταν εν μέρει εξαίρεση.
«Τα πρώτα χρόνια μετά την καθιέρωση του, η Ελλάδα είχε τεράστιο όφελος από το ευρώ αλλά από το 2011 υπέστη τεράστιες απώλειες», έγραψαν οι συντάκτες: καθ’ όλη την περίοδο, οι Έλληνες έγιναν ο καθένας κατά 190 ευρώ πλουσιότερος απ’ ό,τι θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.
Βέβαια όπως επισημαίνει η έρευνα οι χώρες δεν μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους με υποτίμηση του εθνικού νομίσματος με σημαντικότερο παράδειγμα την Ισπανία, η οποία παλεύει να εξαλείψει ένα έλλειμα το οποίο δημιουργήθηκε μετά την υιοθέτηση του νομίσματος.
«Από το 2011, η ένταξη στην ευρωζώνη είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η ευημερία. Οι απώλειες έφθασαν στο αποκορύφωμά τους το 2014. Έκτοτε μειώνονται σταθερά», ανέφεραν οι συντάκτες της έκθεσης.