Τα παραπάνω διαπιστώνει το ερευνητικό πρόγραμμα «Διασχίζοντας τη Μεσόγειο με βάρκα: Χαρτογράφηση και Τεκμηρίωση των μεταναστευτικών διαδρομών και εμπειριών», που διεξάγουν το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και τα πανεπιστήμια του Γουόργουικ και της Μάλτας, με χρηματοδότηση του Οικονομικού και Κοινωνικού Ερευνητικού Συμβουλίου της Βρετανίας. Επίσης, το πρόγραμμα αναδεικνύει την αδυναμία παροχής ικανοποιητικών συνθηκών υποδοχής στα σημεία εισόδου της ΕΕ και την Τουρκία, καθώς και τις καθυστερήσεις στην παροχή ασύλου και τις άλλες νόμιμες διαδικασίες.
Στο πλαίσιο του προγράμματος, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2015 και θα διαρκέσει ως το καλοκαίρι του 2017, έχουν διεξαχθεί περισσότερες από 250 ποιοτικές συνεντεύξεις προσφύγων και μεταναστών. Στην πρώτη φάση οι συνεντεύξεις έγιναν σε Κω, Σικελία και Μάλτα, ενώ στη δεύτερη φάση, μετά το κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων, διεξήχθησαν 121 συνεντεύξεις σε Αθήνα, Βερολίνο, Κωνσταντινούπολη και Ρώμη. Τα αποτελέσματα της δεύτερης φάσης παρουσιάστηκαν σήμερα στην Αθήνα από τους ερευνητές.
Τα ερωτήματα που τέθηκαν αφορούσαν στις εμπειρίες, την κατανόηση των πολιτικών και τις προσδοκίες ή απαιτήσεις των ανθρώπων σε μετακίνηση. Στόχος ήταν η καταγραφή των αιτιών μετακίνησης των προσφύγων και μεταναστών από τις πατρίδες τους προς την Ευρώπη, αλλά και της αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών πολιτικών και των επιπτώσεων που αυτές έχουν στις ζωές των προσφύγων.
Στην Αθήνα διεξήχθησαν 30 συνεντεύξεις Αφγανών, Σύρων και ενός Ιρακινού. Οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας από 17 έως 56 ετών. Οι περισσότεροι είχαν φτάσει στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2016. Οι συνεντεύξεις έγιναν στο Ελληνικό, το λιμάνι του Πειραιά, το ξενοδοχείο City Plaza και σε ένα διαμέρισμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Οι συμμετέχοντες έκαναν λόγο για περιορισμένη πρόσβαση σε επίσημη πληροφόρηση και για καθυστερήσεις στην καταγραφή, τη διαδικασία ασύλου και τον μηχανισμό της μετεγκατάστασης. Επίσης, όλοι οι ερωτώμενοι αναφέρθηκαν στις υποβαθμισμένες συνθήκες φιλοξενίας στην Αθήνα.
Από τις συνεντεύξεις διαπιστώθηκε ότι οι Σύροι είχαν πολύ καλή γνώση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, πολλοί Σύροι δήλωσαν ότι ήθελαν να καταφύγουν σε νόμιμους τρόπους μετανάστευσης στην Ευρώπη, ωστόσο χρειάστηκε να επιχειρήσουν ένα επικίνδυνο ταξίδι εξαιτίας των σημαντικών καθυστερήσεων στη διαδικασία της οικογενειακής επανένωσης ή της επανεγκατάστασης.
Οι Αφγανοί από την πλευρά τους έκαναν λόγο για διαφοροποίηση στη μεταχείριση ανάλογα με την εθνικότητα, καθώς οι Σύροι έχουν προτεραιότητα στην καταγραφή και την έκδοση των εγγράφων, ενώ άλλες εθνικότητες αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις. Οι ίδιοι οι Αφγανοί αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως πρόσφυγες και δεν καταλαβαίνουν γιατί τίθενται εκτός διαδικασιών.
Από την έρευνα διαπιστώθηκε, εξάλλου, ότι οι πληροφορίες που μεταδίδονταν στους Αφγανούς μέσω των κοινοτήτων τους ήταν ασαφής, με αποτέλεσμα να μην είναι καλά ενημερωμένοι για τις ευρωπαϊκές πολιτικές και για το κλείσιμο των συνόρων.
Στην Κωνσταντινούπολη έγιναν 30 συνεντεύξεις Σύρων, Αφγανών και Ιρακινών, ηλικίας από 18 έως 63 ετών. Οι συμμετέχοντες έφτασαν στην Τουρκία από το 2011 και μετά, με την πλειονότητα να έχει έρθει μετά το 2014. Για κάποιους η Τουρκία είναι η χώρα που τους προσέφερε προσωρινή προστασία και για άλλους το σύντομο πέρασμά τους προς άλλες χώρες.
Ωστόσο, η πλειονότητα έχει αναβάλει το ταξίδι της προς την Ευρώπη, και ως αιτίες ανέφεραν την εξάντληση όλων των νομικών επιλογών που είχαν, τις κακές συνθήκες φιλοξενίας στην Ελλάδα, τα κλειστά σύνορα, την αύξηση των αμοιβών των διακινητών και το φόβο για το ταξίδι με βάρκες. Με την πάροδο του χρόνου πολλοί αισθάνονταν απελπισμένοι και αβοήθητοι, κυρίως επειδή βρίσκονταν μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από τις οικογένειές τους και διαπίστωναν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα επανένωσης ή συνάντησης.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα και κυρίως οι Αφγανοί, υπογράμμισαν επίσης την ύπαρξη εμποδίων στην πρόσβαση στην προστασία, όπως μακράς διάρκειας καθυστερήσεις, έλλειψη πληροφόρησης και διαφάνειας και έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρχές. Επίσης, έκαναν λόγο για απουσία δικαιωμάτων, όπως στην πρόσβαση στην υγεία και στη στέγαση, ενώ κάποιοι ανέφεραν και σημαντικές διακρίσεις στην εργασία και στην παροχή υπηρεσιών.
Μπορεί η Γερμανία να ήταν ο ιδανικός τόπος προορισμού για πολλούς από τους πρόσφυγες και μετανάστες, ωστόσο στην πράξη οι συνθήκες φιλοξενίας απέχουν από το ιδανικό. Τριάντα μία συνεντεύξεις σε 34 συμμετέχοντες (Σύρους, Αφγανούς, Ιρακινούς, Παλαιστίνιους από τη Συρία και Ιρανούς) τον Ιούνιο του 2016 σε τρεις δομές φιλοξενίας στο Βερολίνο, από τους οποίους όλοι πέρασαν από την Ελλάδα πριν από την εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, αποκάλυψαν φτωχές συνθήκες υποδοχής, με ελάχιστη ιδιωτικότητα και έλλειψη υποδομών υγιεινής, αργό γραφειοκρατικό σύστημα ασύλου, έλλειψη πληροφόρησης και καθυστέρηση στην οικογενειακή επανένωση.
Επίσης, οι συμμετέχοντες, κυρίως οι Αφγανοί, έκαναν λόγο για διακρίσεις ανάμεσα στις εθνικότητες με τους Σύρους να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση.
Στη Ρώμη έγιναν 30 συνεντεύξεις σε 37 συμμετέχοντες 14 εθνικοτήτων, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2016. Μέσα από αυτές αναδεικνύεται η ετερογένεια στις μεταναστευτικές ροές στη διαδρομή της κεντρικής Μεσογείου. Τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν διαφορετικά αίτια λόγω των οποίων ο κάθε πρόσφυγας και μετανάστης εγκατέλειψε την πατρίδα του, ωστόσο αποκαλύπτουν συστηματική έκθεση σε διάφορες μορφές βίας.
Τα ταξίδια περιλάμβαναν πολλούς και συχνά διαφορετικούς ενδιάμεσους προορισμούς, ενώ συχνά είναι μακράς διάρκειας και εμπεριέχουν κάποια χρόνια δουλειάς ή εξαναγκαστικής απασχόλησης, φυλάκισης και απαγωγής. Η Ιταλία σπάνια αποφασίζεται ως ο τελικός προορισμός, όταν οι πρόσφυγες και μετανάστες είναι καθοδόν.
Επίσης, οι ερωτώμενοι συχνά δεν γνώριζαν τις αποτρεπτικές πολιτικές της ΕΕ πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Η Ιταλία δεν έχει ενιαίο σύστημα υποδοχής και άτυπες εγκαταστάσεις στη Ρώμη καταδεικνύουν τις ανεπάρκειες του εθνικού συστήματος και οι ερωτώμενοι ζητούσαν περισσότερη πληροφόρηση και υποστήριξη, καθώς αυτή γινόταν κυρίως μέσω των ΜΚΟ και των εθελοντών.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ