Από έναν ακόμη μεγάλο σεισμό δοκιμάζονται οι Φιλιππίνες. Τρομοκρατημένοι κάτοικοι βγήκαν στους δρόμους μετά το χτύπημα του Εγκέλαδου που σημειώθηκε την ώρα που ξεκινούσε η ημέρα στα σχολεία και στα γραφεία και έχει στοιχίσει τη ζωή σε έξι άτομα, ενώ πολλοί είναι οι τραυματίες.
Ο σεισμός έγινε αισθητός επί ένα λεπτό σε ορισμένες ζώνες που μεγάλου νησιού στο νότιο τμήμα του αρχιπελάγους, όπου πολλά κτίρια, σπίτια και σχολεία υπέστησαν ζημιές.
Μεταξύ των θυμάτων είναι και ένας έφηβος ο οποίος καταπλακώθηκε από τοίχο που κατέρρευσε την ώρα που προσπαθούσε να βγει από το σχολείο του στο Μαγκσαϊσάι, δήλωσε αξιωματούχος της πόλης αυτής που βρίσκεται βόρεια του Μιντανάο.
Πολλοί άλλοι τραυματίστηκαν από τον συνωστισμό στο σχολείο αυτό αλλά επέζησαν.
Click4more: Ισχυρός σεισμός στο νησί Μιντανάο
«Τα κτίρια σείονταν, ταλαντεύονταν», δήλωσε ένας γιατρός στο Τουλουνάν, μια πόλη 25 χλμ. από το επίκεντρο του σεισμού, διευκρινίζοντας πως το νοσοκομείο του δέχθηκε περίπου δέκα τραυματίες, ορισμένοι από τους οποίους έφεραν τραύματα στο κεφάλι.
https://youtu.be/jBbw8C_lo5E
«Η αίθουσα του δημαρχείου μας καταστράφηκε», δήλωσε ο Ρεουέλ Λιμπουνγκάν, δήμαρχος του Τουλουνάν.
Το αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο (USGS), το οποίο αρχικά είχε εκτιμήσει ότι ο σεισμός είχε μέγεθος 6,8 βαθμών, ανέφερε ότι γίνονται μετασεισμοί, ένας εκ των οποίων ήταν 5,8 βαθμών.
Το επίκεντρο της σεισμικής δόνησης βρισκόταν στην ίδια περιοχή όπου έγινε ένας σεισμός μεγέθους 6,4 βαθμών πριν από λιγότερες από δύο εβδομάδες που είχε αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον πέντε άνθρωποι, σύμφωνα με το USGS.
Εκατοντάδες άνθρωποι που είχαν χάσει τα σπίτια τους σε εκείνον τον σεισμό εξακολουθούν να διαμένουν σε κέντρα εκκένωσης.
Οι Φιλιππίνες βρίσκονται πάνω στον «δακτύλιο της φωτιάς» του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου οι κινήσεις και οι συγκρούσεις τεκτονικών πλακών προκαλούν συχνά σεισμούς και έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα.
Το 1976 είχε σημειωθεί αυτός που ειδικοί χαρακτηρίζουν τον φονικότερο σεισμό στην πρόσφατη ιστορία της χώρας — είχε στοιχίσει τη ζωή σε περίπου 8.000 ανθρώπους, κατά εκτιμήσεις.