Η γυναίκα, που δικάζεται στη Μάλαγα, ήταν πρόεδρος μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης για την προστασία των εγκαταλειμμένων ζώων στο Τορεμολίνος, στην επαρχία της Μάλαγας και της Ανδαλουσίας.
Το καταφύγιο που διατηρούσε ήταν παράρτημα ενός κομμωτηρίου σκύλων, ενός σπιτιού και μιας ιδιωτικής κτηνιατρικής κλινικής, η ίδια όμως δεν είχε πτυχίο κτηνιάτρου. Από τις έρευνες που διενεργήθηκαν οι εισαγγελικές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γυναίκα και ένας υπάλληλός της, υπεύθυνος για τη συντήρηση του χώρου, “θυσίασαν και παρέδωσαν προς καύση, από τον Ιανουάριο του 2009 μέχρι τον Οκτώβριο του 2010″, 2.183 ζώα”.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι κατηγορούμενοι χορηγούσαν στα ζώα μια θανατηφόρα ουσία, σε δόση μικρότερη της συνιστώμενης “με μοναδικό σκοπό να κάνουν οικονομία” και χωρίς να τα ναρκώνουν προηγουμένως. Ο θάνατος των ζώων ήταν “αργός και οδυνηρός”, τόνισε ο εισαγγελέας.
“Προκειμένου να προχωρούν σε αυτές τις προγραμματισμένες, μαζικές εξοντώσεις (…) οι κάμερες ασφαλείας του κέντρου αποσυνδέονταν και έβαζαν πολύ δυνατά μουσική” για να καλύπτουν τα ουρλιαχτά των ζώων, υποστηρίζεται στο πόρισμα της εισαγγελίας. Μέσα σε μία εβδομάδα, το καλοκαίρι του 2010, σκότωσαν έτσι “περισσότερες από 50 γάτες και 20 σκύλους”.
Ο στόχος τους ήταν “να μειώσουν το κόστος” και να προωθήσουν πιο επικερδείς δραστηριότητες.
Σε ένα βίντεο που μεταδόθηκε από την εφημερίδα El Mundo, ακούγεται η πρόεδρος της φιλοζωικής οργάνωσης να αρνείται τις κατηγορίες: “Φοβάμαι τις ενέσεις, κοιτάζω αλλού επειδή δεν μπορώ να βλέπω να χώνεται η βελόνα” φέρεται να είπε στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Αν κριθεί ένοχη μπορεί να καταδικαστεί σε φυλάκιση τεσσάρων ετών για κακομεταχείριση των ζώων, για παράνομη άσκηση του επαγγέλματος του κτηνιάτρου και για πλαστογραφία.