''Η γερμανοφοβία είναι άδικη.Οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα χρηματοδοτήσουν και πάλι μία ακόμη διάσωση στην ευρωζώνη.Φαίνεται λίγο σκληρό ότι η Γερμανία επεκτείνει δάνεια εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ και σε αντάλλαγμα την κατηγορούν για νέο-Ναζισμό'' γράφουν σε κύριο άρθρο τους οι Financial Times.
Διαβάστε όλο το άρθρο με τίτλο: Η θέση της Κύπρου στη Γερμανική Ευρώπη
”Τελικά οι Κύπριοι πήραν το πικρό φάρμακο. Αντιμέτωποι με την εθνική ταπείνωση και ένα ζοφερό μέλλον, πολλοί παραπονούνται ότι το μικρό τους κράτος αναγκάστηκε να υποκύψει στη βούληση μίας μεγαλύτερης και άσπλαχνης δύναμης: της Γερμανίας.
Οι εφημερίδες στην Κύπρο δείχνουν τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ ως Ούνο και κατηγορούν το Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον υπουργό Οικονομικών, ότι μιλά ως «φασίστας». Το αντιγερμανικό αυτό αίσθημα εντείνεται επίσης στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Αυτή η γερμανοφοβία είναι άδικη. Πίσω από όλες αυτές τις φωνές και τις διαμάχες, οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα χρηματοδοτήσουν και πάλι το μεγαλύτερο μέρος μία ακόμη διάσωσης στην ευρωζώνη. Φαίνεται λίγο σκληρό ότι η Γερμανία επεκτείνει δάνεια εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ στους γείτονές της, οι οποίοι σε αντάλλαγμα την κατηγορούν για νέο-Ναζισμό.
Παρόλα αυτά, η εντεινόμενη γερμανική ισχύς – όπως και η αυξανόμενη δυσαρέσκεια σε αυτή την ισχύ – είναι πλέον τα βασικά θέματα στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Υπάρχει μία ιστορική ειρωνεία, δεδομένου ότι ο βασικός λόγος για όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από τη δεκαετία του 1950 κι έπειτα ήταν να τελειώσει μια για πάντα η ιδέα ότι η Γερμανία είναι απλούστατα πολύ ισχυρή για να συνυπάρχει άνετα με τους γείτονές της. Η φράση που ακούγεται πιο συχνά – στο Βερολίνο όπως επίσης στο Παρίσι ή τις Βρυξέλλες – αφορά στην ανάγκη για μία «Ευρωπαϊκή Γερμανία, αντί για μία Γερμανική Ευρώπη».
Μετά την κυπριακή κρίση όμως, φαίνεται όλο και περισσότερο πως έχουμε μία Γερμανική Ευρώπη, επειδή η κατεύθυνση που ακολουθεί η Ήπειρος εν μέσω κρίσης διαμορφώνεται κυρίως από τις ιδέες και τις προτιμήσεις των πολιτικών και των αξιωματούχων του Βερολίνου.
Είναι αλήθεια ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχαν το αρχικό πρόσταγμα στις διαπραγματεύσεις με την Κύπρο. Ήταν όμως, πάντα σαφές ότι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει συμφωνία χωρίς τη γερμανική συγκατάθεση. Επίσης, το γεγονός ότι η κυρίαρχη προσωπικότητα από την ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν ο Γέοργκ Άσμουσεν, ο Γερμανός τραπεζίτης που μετέχει στο εκτελεστικό συμβούλιο της ΕΚΤ, και όχι ο Μάριο Ντράγκι, ο Ιταλός πρόεδρός της, συνέβαλε στο να μπει γερμανικό προσωπείο στην κρίση.
Όταν καταλαγιάσουν τα πνεύματα, οι Γερμανοί ηγέτες θα πρέπει να αναρωτηθούν πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που στόχο είχε να τερματιστεί κάθε συγκρουσιακή αντίληψη μεταξύ της Γερμανίας και των γειτόνων της οδήγησε στην αναγέννηση του αντι-γερμανικού αισθήματος. Θα είναι μόνιμη αυτή η ζημιά;
Εν μέρει το γεγονός αυτό εξηγείται καθώς ο κίνδυνος είναι πλέον τόσο μεγάλα πλέον που η Γερμανία δεν μπορεί να μην υπερασπιστεί το εθνικό της συμφέρον. Διακυβεύεται η επιβίωση του ευρωπαϊκού ενιαίου νομίσματος και οι Γερμανοί φορολογούμενοι κλήθηκαν να συνεισφέρουν σημαντικά σε πολλά πακέτα στήριξης.
Οι Γερμανοί έχουν επίσης μία σταθερή και σαφή ανάλυση του προβλήματος. πιστεύουν ότι η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στη δημοσιονομική ασωτία και στα εσφαλμένα επιχειρηματικά μοντέλα και πως κατά συνέπεια η λύση βρίσκεται στη λιτότητα σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Πολλοί υποστηρίζουν πως αυτή η συνταγή είναι επικίνδυνη. Οι πολέμιοι της λιτότητας όμως, δεν έχουν παρουσιάσει εναλλακτικές πολιτικές ικανές να γείρουν την πλάστιγγα.
Το θέμα όμως, δεν αφορά μόνο τη γερμανική ισχύ. Αφορά επίσης την εξαιρετική ανεπάρκεια άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που, μέχρι πρότινος, εξισορροπούσαν τη γερμανική ισχύ. Οι κυβερνήσεις σε Ισπανία και Ιταλία υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων, είναι εξασθενημένες. Η Βρετανία δεν είναι μέλος του ευρώ και κατά συνέπεια βρίσκεται στο περιθώριο.
Παρόλα αυτά, η πιο αξιοσημείωτη πλευρά της κρίσης είναι η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία μίας ισχυρής γαλλικής φωνής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Από το Ζαν Μονέ ως το Ζακ Ντελόρ, οι Γάλλοι πάντα υπερηφανεύονταν ότι ηγούνταν ότι παρείχαν τη θεωρητική ηγεσία στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η αντίληψη ότι η Ευρώπη θα πρέπει να καθοδηγείται από μία γαλλο-γερμανική συμμαχία ήταν σημαντική για το γαλλικό τρόπο σκέψης – όπως αντικατοπτρίστηκε και από την αποφασιστικότητα του πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί να συνάψει μία στενή συνεργασία με την κα. Μέρκελ. Η ιδέα πως η Ευρώπη καθοδηγείται από τους «Μερκοζί» ήταν ανέκαθεν μία αυταπάτη. Τουλάχιστον όμως, έδειχνε την αποφασιστικότητα των Γάλλων να βρίσκονται στο επίκεντρο των αποφάσεων.
Υπό τον πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ όμως, ουδείς υποστηρίζει πλέον ότι η Γαλλία έχει ισότιμο ρόλο με τη Γερμανία. Στο θέμα της Κύπρου, ακόμη και η θέση των Φιλανδών φάνηκε πως ζύγισε περισσότερο στη συζήτηση από ότι εκείνη των Γάλλων.
Μέρος του προβλήματος είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο κ. Ολάντ έκανε γνωστό πως δεν εγκρίνει τη γερμανική εμμονή στη λιτότητα, χωρίς όμως, να αντιπροτείνει μία συνεκτική εναλλακτική. Δεν έθεσε εαυτόν στο τιμόνι μίας συμμαχίας των χωρών του Νότου που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς.
Ούτε δημιούργησε μία καλή και αποδοτική σχέση με την κα. Μέρκελ. Από την άλλη πλευρά, οι Γάλλοι αξιωματούχοι δεν έχουν πλέον τον κρίσιμο ρόλο που είχαν κάποτε στην καρδιά της Ευρώπης. Μετά την αποχώρηση του Ζαν Κλοντ Τρισέ, το τιμόνι της ΕΚΤ δεν βρίσκεται πλέον σε γαλλικά χέρια. Ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο επίτροπος της ΕΕ αρμόδιος για θέματα εσωτερικής αγοράς, είναι παίκτης χαμηλών βαρών.
Ακόμη και Γερμανοί αξιωματούχοι ελπίζουν να μη διαρκέσει επί μακρόν αυτή η κατάσταση. Εκτιμούν ότι όταν τα πράγματα επιστρέψουν σε φυσιολογικούς ρυθμούς και μπουν σε ισχύ οι απαραίτητοι θεσμοί, τότε η Γερμανία δεν θα χρειάζεται να ηγείται τόσο φανερά. Μάλλον όμως, πρόκειται για ευσεβή πόθο. Απέχουμε ακόμη πολύ από τη λήξη της κρίσης στην ευρωζώνη και δεν είναι ακόμη σαφές ποιες νέες ευρωπαϊκές δομές θα προκύψουν στο τέλος – ούτε εάν θα εξασθενίσουν ή αντιθέτως θα ενδυναμώσουν περαιτέρω τη γερμανική ισχύ.
Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία μένει με το δαχτυλίδι: θα υπογράφει τις επιταγές, θα επιβάλει τους κανόνες τους οποίους επίσης θα καθορίζει σε μεγαλύτερο βαθμό. Είναι μία επικίνδυνη κατάσταση για την Ευρώπη και εν κατακλείδι… για την ίδια τη Γερμανία”.
Διαβάστε επίσης:
Πηγή Euro2day