Το κείμενο του νομοσχεδίου του Τραμπ ωστόσο δεν έχει ακόμη εγκριθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, που έχει ψηφίσει τη δική της πρόταση.
Ένθερμος υποστηρικτής του κειμένου, ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν προέβαλε πρόσφατα την επιστολή εννέα οικονομολόγων που θεωρούν ότι η πρώτη φορολογική μεταρρύθμιση έπειτα από τριάντα χρόνια θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη κατά 0,3% ετησίως σε μία περίοδο δέκα ετών.
Όμως, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Σικάγο σε 38 οικονομολόγους, η συντριπτική πλειοψηφία αμφιβάλλει ότι η μεταρρύθμιση να δώσει ώθηση στην οικονομία και το σύνολο σχεδόν φοβάται μία μεγάλη διόγκωση του χρέους της χώρας. Είναι ήδη γνωστό ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα κοινοβουλευτικής επιτροπής για την φορολογία, ο νόμος θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα του κράτους κατά 1 τρισ. δολάρια σε βάθος δέκα ετών και, κατά συνέπεια, θα αυξήσει το δημόσιο χρέος που ανέρχεται σε 20 τρισ. δολάρια.
“Ή ηλίθιος ή απατεώνας ο Μούντσιν”
Ο Ρόμπερτ Ράικ, πρώην υπουργός Εργασίας του προέδρου Μπιλ Κλίντον, αναρωτήθηκε σε άρθρο του εάν ο Στίβεν Μνούτσιν είναι «ηλίθιος ή απατεώνας», κατηγορώντας τον ότι ψεύδεται για τα οφέλη της φορολογικής μεταρρύθμισης.
Αναφέρεται στο Tax Policy Center, που αντίθετα από την κυβέρνηση θεωρεί ότι από σήμερα μέχρι το 2027, τα οφέλη της μεταρρύθμισης θα κινηθούν προς το 1% των πλουσιότερων, ενώ η μεσαία τάξη θα πληρώσει περισσότερα και οι μη προνομιούχοι θα έχουν αμελητέες μειώσεις.
Ομως, για τον Ντάγκλας Χολτζ-Ικιν, έναν από τους οικονομολόγους που υπογράφουν την επιστολή υποστήριξης της μεταρρύθμισης, ο οποίος ερωτήθηκε σχετικά από το Γαλλικό Πρακτορείο (AFP), ο νέος φορολογικός κώδικας έχει κατ΄αρχήν ως στόχο «να βελτιώσει την παραγωγική ικανότητα της αμερικανικής οικονομίας». Η μεταρρύθμιση θέλει να προωθήσει «μία αύξηση της προσφοράς (το εργαλείο της παραγωγής) παρά της ζήτησης (τους καταναλωτές)», εξηγεί.
Μπόνους για τις επιχειρήσεις
Ο νόμος ευνοεί πρώτα από όλα τους επιχειρηματίες. Ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων , που σήμερα βρίσκεται στο 35%, μειώνεται στο 20% «στο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ». Ωστόσο, αυτός ο συντελεστής του 35% είναι πλασματικός, διότι δεδομένων των μειώσεων που προσφέρονται στις επιχειρήσεις ο πραγματικός συντελεστής βρίσκεται κοντά στο 21%, σύμφωνα με άλλους οικονομολόγους.
Αλλη ενθάρρυνση για τις επιχειρήσεις: οι ατομικές εταιρείες, που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των επιχειρηματικών εισοδημάτων στη χώρα και το 90% των μικρών επιχειρήσεων, θα επωφεληθούν από ισχυρές περικοπές των φόρων.
Τέλος, οι πολυεθνικές θα κληθούν να επαναπατρίσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες τα κέρδη που διατηρούν στο εξωτερικό με προνομιακά επιτόκια.
«Ολα αυτά αποτελούν κίνητρα για καινοτομία και για καινοτομία στις ΗΠΑ», λέει ο Χολτζ-Ικιν, του American Action Forum, δίνοντας τη διαβεβαίωση ότι οι δαπάνες αυτές κεφαλαίου θα προωθήσουν την παραγωγικότητα, κλειδί της ανάπτυξης.
Η λογική της κυβέρνησης είναι ότι στη συνέχεια οι μισθωτοί θα επωφεληθούν, την ώρα που οι αμοιβές των αμερικανών εργαζομένων είναι στάσιμες σε πραγματικές τιμές (λαμβάνοντας υπ΄όψιν τον πληθωρισμό) εδώ και τρεις δεκαετίες.
«Δεν υπολογίζουμε ότι οι επιχειρήσεις θα κατευθύνουν τις μειώσεις φόρων προς του εργαζόμενους από καλοσύνη», παραδέχεται ο οικονομολόγος.
«Αλλά υπολογίζουμε στις επενδύσεις για να αυξηθεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων και στις επιχειρήσεις για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και να κρατήσουν αυτούς τους εργαζόμενους. Η ανταγωνιστικότητα της αγοράς θα τις αναγκάσει να δώσουν καλύτερες αμοιβές», ελπίζει ο Χολτζ-Ικιν.
Άλλοι οικονομολόγοι αναρωτιούνται για τη χρονική συγκυρία αυτής της φορολογικής μεταρρύθμισης , αφού η πρώτη οικονομία στον κόσμο βρίσκεται σε συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης ( η ανεργία βρίσκεται στο 4,1%) και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) παραμονεύει τον πληθωρισμό με το δάκτυλο στην σκανδάλη για να αυξήσει τα επιτόκια και να αποφύγει μία υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας.
Πρόσφατα, ο επικεφαλής της Goldman Sachs Λόιντ Μπλάνφαϊν εξέφρασε αμφιβολίες: «δεν μπορώ να πω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για την επιστράτευση τέτοιων ισχυρών κινήτρων στην αγορά, την ώρα που βρισκόμαστε σε συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης» και η ανάπτυξη βρίσκεται πάνω από το 3% του ΑΕΠ.
Ομως για τον Χολτζ-Ικιν, «δεδομένης της κατάστασης της ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής οικονομίας, είναι επικίνδυνο να περιμένουμε».