Σύμφωνα με ανακοίνωση της Αστυνομίας, ο νεαρός, αφγανικής καταγωγής, παρουσιάστηκε σε αστυνομικό τμήμα αυτοβούλως την Παρασκευή, αμέσως μετά την επίθεση του φίλου του, αλλά συνελήφθη τελικά σήμερα, όταν κατά τη διάρκεια δεύτερης ανάκρισης διαπιστώθηκε ότι υπέπεσε σε αντιφάσεις.
@Fatafati_ what are they saying?
— Félix Faure (@artielangefire) 22 Ιουλίου 2016
Εκτός από την κατηγορία μη καταγγελίας σχεδιαζόμενου εγκλήματος, ο 16χρονος ελέγχεται από την Αστυνομία και για το ενδεχόμενο να ευθύνεται για ανάρτηση στο Facebook, με την οποία χρήστης καλούσε σε συνάντηση σε σύμπλεγμα κινηματογραφικών αιθουσών κοντά στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μονάχου, και όχι στο εστιατόριο McDonald’s του εμπορικού κέντρου από όπου άρχισε το φονικό, όπως εσφαλμένα μετέδωσε προηγουμένως το πρακτορείο Reuters.
Ο 18χρονος Γερμανοϊρανός Άλι Ντέιβιντ Σομπόλι, που σκόρπισε τον θάνατο στο εμπορικό κέντρο του Μονάχου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μόναχο. Ο γιος ταξιτζή, που είχε τόσο τη γερμανική όσο και την ιρανική υπηκοότητα, ζούσε στο Μόναχο για περισσότερα από 2 χρόνια.
Ο νεαρός είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα για τα οποία πιθανότατα του είχαν χορηγηθεί φάρμακα. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, έπασχε από κατάθλιψη. Εκτός από το Glock με το οποίο διέπραξε τους 9 φόνους, είχε πάνω του σχεδόν 300 σφαίρες, καθώς φαίνεται πως ήθελε να προκαλέσει ακόμα περισσότερους θανάτους. Μέσα στην τσάντα του βρέθηκε το βιβλίο “Γιατί τα παιδιά σκοτώνουν”, το οποίο ασχολείται με τους ένοπλους μαθητές -κυρίως στις ΗΠΑ- που επιτέθηκαν στα σχολεία τους.
Φαίνεται πως είχε κάποιου είδους εμμονή με τις μαζικές δολοφονίες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το μακελειό που προκάλεσε ήρθε 5 χρόνια μετά από εκείνο του Άντερς Μπρέιβικ στη Νορβηγία. Ο 18χρονος έστησε παγίδα στα θύματά του, προσκαλώντας τα μέσω Facebook στο συγκεκριμένο εστιατόριο McDonald’s όπου υποτίθεται ότι θα υπήρχαν προσφορές.
Ο 18χρονος μακελάρης ζούσε με τους γονείς του σε κοινωνική κατοικία μαζί με αλλοδαπούς ή Γερμανούς ξένης καταγωγής. Γειτόνισσά του δήλωσε στο AFP ότι ήταν “ένας καλός άνθρωπος… που γελούσε όπως κάθε φυσιολογικό άτομο”.
Αλλοι γείτονες τον περιέγραψαν ως μοναχικό και ασχολούμενο με βίαια video games, στοιχείο, που σύμφωνα με τον γερμανό υπουργό Εσωτερικών, “έπαιξε κάποιον ρόλο” στην υπόθεση. «Όλα στη γλώσσα του σώματος ήταν συνώνυμα με το “δεν θέλω να σας μιλήσω”», δήλωσε ο Στέφεν, σερβιτόρος σε καφέ που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου όπου κατοικούσε.
Οι σημαίες στα δημόσια κτίρια της Γερμανίας κυμάτιζαν μεσίστιες μετά το μακελειό, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι έφταναν όλη την ημέρα στο σημείο του πολύνεκρου φονικού για να αφήσουν ένα λουλούδι και να στείλουν τις σκέψεις τους στις οικογένειες των θυμάτων και των τραυματιών.