Καθόλου ευχάριστα δεν είναι τα νέα για τους συνταξιούχους στη Γερμανία που όταν σταματήσουν να εργάζονται τα χρήματα που θα λαμβάνουν θα είναι λίγα.
Σχεδόν το ένα τρίτο των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης στη Γερμανία θα πρέπει να τα βγάλει πέρα με σύνταξη κάτω των 1.100 ευρώ μετά από 45 χρόνια εργασίας. Να αυξηθούν οι συντάξεις στο επίπεδο της εποχής Χέλμουτ Κολ, ζητά η Αριστερά (Die Linke).
Περίπου 6,3 εκατομμύρια εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης στη Γερμανία ελάμβαναν το 2019 ακαθάριστο μηνιαίο μισθό κάτω των 2.650 ευρώ. Μετά από 45 χρόνια εργασίας, αυτό σημαίνει ακαθάριστη σύνταξη κάτω των 1.100 ευρώ, σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα των εφημερίδων του Δημοσιογραφικού Ομίλου Funke.
Μετά την αφαίρεση των εισφορών, η καθαρή σύνταξη ανέρχεται σε περίπου 1.100 ευρώ το μήνα. Στη Γερμανία, αυτό αντιστοιχεί περίπου στο όριο φτώχιας και αφορά ορισμένες επαγγελματικές ομάδες όπως είναι οι υπάλληλοι στη νοσηλευτική και γηριατρική περίθαλψη, σε υπηρεσίες υγείας και διάσωσης, σε ταχυδρομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες ταχυμεταφορών, οι μαίες και οι πωλητές. Εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης και όσοι έχουν μείνει άνεργοι δεν περιλαμβάνονται στα στοιχεία.
Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς (Die Linke), Nτίτμαρ Μπαρτς, επέκρινε μετά την ανακοίνωση των στοιχείων το γεγονός ότι πολλοί εργαζόμενοι απειλούνται με φτώχεια στα γηρατειά παρά την πλήρη απασχόλησή τους.
«Οι μισθοί είναι συχνά πολύ χαμηλοί και οι εργαζόμενοι παίρνουν πολύ μικρή σύνταξη. Δεν είναι δυνατό με 45 χρόνια εργασίας με ένα μέσο μισθό, η σύνταξη να είναι κάτω από 1.100 ευρώ καθαρά. Αυτό είναι το αντίθετο της αναγνώρισης των προσπαθειών μιας ζωής», δήλωσε στις εφημερίδες το Δημοσιογραφικού Oμίλου Funke και ζήτησε υψηλότερους μισθούς και νέα συνταξιοδοτική πολιτική. «Το συνταξιοδοτικό επίπεδο πρέπει να ανεβεί ξανά στο επίπεδο της εποχής του Χέλμουτ Κολ», τόνισε.
Πηγή : Funke-Mediengruppe