Οι εκλογές στη Γερμανία έγιναν, τα τελικά αποτελέσματα έδειξαν πως ο Όλαφ Σολτς είναι ο μεγάλος νικητής που οδήγησε το SPD στην εξουσία ύστερα από 16 χρόνια… Μέρκελ και τώρα; Τώρα αρχίζει το πραγματικό θρίλερ. Και υπάρχει ακόμη και το ενδεχόμενο ο δεύτερος και βαριά ηττημένος Άρμιν Λάσετ να γίνει καγκελάριος. Δύσκολο, αλλά υπάρχει…
Κανείς δεν περίμενε ότι οι εκλογές στη Γερμανία θα έβγαζαν ένα κόμμα τόσο δυνατό που θα σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση. Ούτε ο Σολτς, που έπεισε τους Γερμανούς πως και αλλαγή θα φέρει και τα καλά της Μέρκελ θα κρατήσει ούτε και ο Άρμιν Λάσετ που πλήρωσε τα… γελάκια στον τόπο των καταστροφικών πλημμυρών. Πλέον, η χώρα μπαίνει σε περίοδο αβεβαιότητας αφού κανείς δεν ξέρει πότε και με ποιούς θα σχηματιστεί κυβέρνηση. Δεν ξέρουν καν ποιος θα είναι καγκελάριος! Στη Γερμανία δεν είναι οι ψηφοφόροι που εκλέγουν απ’ ευθείας τον επικεφαλής της κυβέρνησης, αλλά οι βουλευτές, μόλις σχηματίσουν πλειοψηφία!
Η πλειοψηφία αυτή είναι τούτη τη φορά ιδιαίτερα περίπλοκο να σχηματισθεί διότι θα πρέπει να συμμετάσχουν τρία κόμματα -κάτι που έχει να γίνει από τα χρόνια του 1950- λόγω του κατακερματισμού των ψήφων.
Ρυθμιστές αναδεικνύονται οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και οι Πράσινοι, που αναδείχθηκαν τρίτο κόμμα. Το θέμα είναι τι θα ζητήσουν. Ποιο είναι τελικά το πιθανότερο σενάριο για την επόμενη μέρα των εκλογών στη Γερμανία. Μια κυβέρνηση «Τζαμάικα» ή μια «Φανάρι»;
Με καταμετρημένο το 100% των ψήφων, το SPD συγκεντρώνει το 25,7%, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα CDU/CSU έλαβαν 24,1% στη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση. Ποτέ οι συντηρητικοί δεν είχαν πέσει κάτω από το όριο του 30%. Πρόκειται για ηχηρή ήττα για το κόμμα της Άνγκελα Μέρκελ τη στιγμή που εκείνη συνταξιοδοτείται πολιτικά.
Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζουν το 14,8%. Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) βελτιώνει τη θέση του, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων. Το ξενοφοβικό, ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων. Καταποντίστηκε και το κόμμα Η Αριστερά (Die Linke) που πέφτει στο 4,9%.
«Η παρτίδα πόκερ αρχίζει», διαπιστώνει το περιοδικό Der Spiegel. Διότι «μετά την ψηφοφορία, τα ουσιαστικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά: ποιός θα είναι καγκελάριος; Ποιός συνασπισμος θα κυβερνήσει τη χώρα στο μέλλον;», σημειώνει.
Μέρκελ μέχρι την Πρωτοχρονιά;
Οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία αναμένονται επώδυνες και χρονοβόρες.
Ήδη, είναι πολλοί εκείνοι που αστειευόμενοι λένε ότι περιμένουν το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα της Άνγκελα Μέρκελ για… ευτυχισμένο 2022! Μέχρι να σχηματιστεί κυβέρνηση, άλλωστε, εκείνη θα συνεχίσει να κρατά τα ηνία της Γερμανίας.
Και ενώ πολλοί θεωρούν πως μπορεί τα Χριστούγεννα να βρουν τη Γερμανία χωρίς νέα κυβέρνηση, τα επικρατέστερα σενάρια είναι δυο: είτε συνασπισμός «Τζαμάικα» είτε «Φανάρι». Και οι δυο ονομασίες προκύπτουν από τα χρώματα των κομμάτων που θα συνθέσουν τη νέα κυβέρνηση.
Ήδη, ο υποψήφιος των CDU/CSU (Χριστιανική Ένωση) Άρμιν Λάσετ κλείνει το μάτι για το ενδεχόμενο να σχηματιστεί κυβέρνηση «Τζαμάικα» (CDU/CSU, Πράσινοι, FDP), το μοναδικό σχήμα στο οποίο ο καγκελάριος θα προέρχεται από την Ένωση, ενώ ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Όλαφ Σολτς μιλά για κυβέρνηση «Φανάρι» (SPD, Πράσινοι, FDP).
Με παγωμένη μπύρα γιόρτασε τον θρίαμβο ο Όλαφ Σολτς (Φωτογραφία Reuters)
Με τα σημερινά δεδομένα, λύσεις είναι δυνατές για μια πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ, η οποία θα έχει αριθμό ρεκόρ 735 βουλευτών, δηλαδή 137 περισσότερους απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με την εκλογική επιτροπή.
Το SPD, με 206 βουλευτές, θα μπορούσε έτσι να συμμαχήσει με τους Πράσινους, που ήρθαν τρίτοι στην ψηφοφορία με 14,8% (118 βουλευτές) και τους φιλελεύθερους του FDP, ένα κόμμα της δεξιάς το οποίο συγκέντρωσε 11,5% (92 βουλευτές). Αυτή είμαι η κυβέρνηση «Φανάρι». Εναλλακτικά, οι συντηρητικοί (196 έδρες) θα μπορούσαν να κυβερνήσουν με τους Πράσινους και το FDP, δηλαδή σε κυβέρνηση «Τζαμάικα» (σ.σ. τα ονόματα προκύπτουν από τα χρώματα των κομμάτων).
Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της Yougov, η πλειονότητα των ψηφοφόρων ευνοεί την πρώτη επιλογή. Και 43% εξ αυτών εκτιμούν ότι ο Όλαφ Σολτς πρέπει να γίνει ο επόμενος καγκελάριος της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.
Δεν αποκλείεται οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης να ξεκινήσουν ακόμη και σήμερα (27.09.2021), αφού τόσο ο Όλαφ Σολτς όσο και ο Άρμιν Λάσετ θέλουν η νέα κυβέρνηση θα έχει αναλάβει πριν από τα Χριστούγεννα. «Η Γερμανία θα πάρει την προεδρία της G7 το 2022», υπενθύμισε ο Λάσετ και γι’ αυτό μια νέα κυβέρνηση πρέπει «να έρθει πολύ γρήγορα».
Πάντως, το 2017 πάντως χρειάστηκαν 171 ημέρες για να συμφωνήσουν CDU/CSU και SPD να σχηματίσουν ακόμη έναν «μεγάλο συνασπισμό», μόνο αφού κατέρρευσαν οι συνομιλίες για συνασπισμό «Τζαμάικα», με πρωτοβουλία του Κρίστιαν Λίντνερ.
Ο τελευταίος είναι εκ των ρυθμιστών της επόμενης μέρας. Ο αρχηγός του FDP έχει πει πολλές φορές και χωρίς περιστροφές ότι η μεγαλύτερη συνάφεια θα υπήρχε με συνασπισμό «Τζαμάικα». Έστειλε, λίγο αφού έκλεισαν οι κάλπες, το πρώτο μήνυμα προς τους Πράσινους: καταρχήν θέλει να συζητήσει μαζί τους.
Γενικά, όπως έχει φανεί τα τελευταία χρόνια, οι Φιλελεύθεροι είναι περιζήτητοι ως «ρυθμιστές» του πολιτικού παιχνιδιού και δεν έχουν πρόβλημα να αλλάζουν στρατόπεδο κατά το δοκούν, κυβερνώντας πότε με την Κεντροδεξιά και πότε με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ (Φωτογραφία Reuters)
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, οι Φιλελεύθεροι αυτοπροβάλλονται ως περιζήτητοι «μνηστήρες», τόσο για τον σοσιαλδημοκράτη Σολτς, όσο και για τον χριστιανοδημοκράτη Λάσετ. Ποιος θα προσφέρει περισσότερα για να εξασφαλίσει τη στήριξή τους; Το ελάχιστο που θα ζητήσουν είναι μάλλον το υπουργείο Οικονομικών, για να σταματήσουν τις «δημοσιονομικές ατασθαλίες», όπως έχουν αναφέρει, στη Γερμανία και στην Ευρώπη.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι (εκτός από το SPD και τον Σολτς φυσικά) είναι οι Πράσινοι. Οι έτεροι ρυθμιστές του παιχνιδιού. Η επιτυχία τους να αναδειχθούν τρίτο κόμμα μόνο ευκαταφρόνητη δεν είναι. Και μάλιστα με σημαντική διαφορά από τους Φιλελεύθερους.
Για τη συμμετοχή τους σε μία μελλοντική κυβέρνηση θα ζητήσουν και εκείνοι σημαντικά ανταλλάγματα. Σαφώς πιο σημαντικά από το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Περιβάλλοντος που είχαν πάρει το 1998 ως ένα κόμμα του 6,7% για να συμμετάσχουν στην πρώτη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η επικεφαλής των Πρασίνων Ανναλένα Μπίρμποκ (Φωτογραφία Reuters)
Ο επικεφαλής του FDP έχει πει από την πρώτη στιγμή πως θα ήταν «επιθυμητό» για το κόμμα του και τους οικολόγους «να συζητήσουν κατ’ αρχάς μεταξύ τους» πριν αποφασίσουν αν θα συμμαχήσουν με τους συντηρητικούς ή με τους σοσιαλδημοκράτες.
Οι επόμενες μέρες θα είναι μια δοκιμή για τους Σοσιαλδημοκράτες. Το κόμμα που επέστρεψε στην πρώτη θέση ύστερα από 16 χρόνια υπό τον… υπουργό Οικονομικών της Άνγκελα Μέρκελ, τον Όλαφ Σολτς.
Πώς θα αντιδράσει το SPD αν ο νέος του «ήρωας Όλαφ» υποχρεωθεί «να θάψει το μισό πρόγραμμά του για να καλοπιάσει τη φιλελεύθερη δεξιά;», αναρωτιέται η Sueddeutsche Zeitung. Διότι το FDP δεν θα δεχθεί ποτέ μια αύξηση των φόρων για τους πλουσιότερους, όπως επιθυμούν το SPD και οι Πράσινοι.
Και σε τελική ανάλυση, υπογραμμίζει η εφημερίδα, ο σχηματισμός ενός συνασπισμού θα τεθεί σε ψηφοφορία μεταξύ των μελών του SPD. Το 2018 είχαν προτιμήσει να διορίσουν ένα ντουέτο αγνώστων της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.
Και οι δεύτεροι… έσονται πρώτοι;
Ο Όλαφ Σολτς κατάφερε να φέρει το SPD στην πρώτη θέση και αναμφίβολα είναι ο μεγάλος κερδισμένος των εκλογών στη Γερμανία. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα είναι και ο επόμενος καγκελάριος. Όσο απίθανο κι αν μοιάζει αυτό (ποιος θα το δεχόταν στη θέση του;), το γερμανικό Σύνταγμα δεν αποκλείει τον σχηματισμό κυβέρνησης από το δεύτερο κόμμα. Ο δεύτερος των εκλογών μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση εφόσον εκείνος διασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το 1980 η Χριστιανική Ένωση κέρδισε, αλλά ήταν το FDP αυτό που τελικά έστειλε τον Χέλμουτ Σμιτ, όχι τον Χέλμουτ Κολ, στην καγκελαρία. Σε αυτή τη διαδικασία ωστόσο τώρα κομβικό ρόλο θα έχουν οι Πράσινοι, οι οποίοι θα κληθούν επίσης να αποφασίσουν ποιον θέλουν για καγκελάριο.
Ο Άρμιν Λάσετ που από ηττημένος μπορεί να γίνει… καγκελάριος (Φωτογραφία Reuters)
Αυτό δεν είναι και το μοναδικό παράδειγμα. Το πιο εντυπωσιακό ήταν οι ιστορικές εκλογές του 1969, όταν η Κεντροδεξιά αναδείχθηκε πρώτη με 46,1%, αλλά καγκελάριος αναδείχθηκε τελικά ο σοσιαλδημοκράτης Βίλλυ Μπραντ. Το κόμμα του είχε συγκεντρώσει το 42,7% των ψήφων, ωστόσο με τη βοήθεια των Φιλελευθέρων (FDP) κατάφερε να εξασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Βόννης. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία που οι Σοσιαλδημοκράτες ανέρχονταν στην εξουσία.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ και Deutsche Welle