Σε αυτόν τον δημιουργικό χώρο ζουν, αναπνέουν και δημιουργούν άνθρωποι που είδαν τα όνειρά τους να εκπληρώνονται στη Γενεύη. Είναι οι ίδιοι που συμμετέχουν στο μεγαλύτερο επιστημονικό πείραμα του κόσμου και πιστοποιούν ότι οι Έλληνες επιστήμονες βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο κατάρτισης και εκπαίδευσης. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ τους συνάντησε στην έδρα του CERN κατά τη διάρκεια δημοσιογραφικής αποστολής για τη σύναψη πρωτοκόλλου συνεργασίας μεταξύ της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και του ερευνητικού οργανισμού.
Η ελληνική παρουσία
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
“Εδώ στο CERN υπάρχουν περίπου 100 Έλληνες και Ελληνίδες επιστήμονες μόνιμοι εργαζόμενοι. Υπάρχουν ακόμη 150 φυσικοί και μηχανικοί από ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, που έχουν εξ αποστάσεως συνεργασία με τον οργανισμό. Επιπλέον είναι πολλοί οι νέοι Έλληνες φοιτητές: φυσικοί, αλλά και μηχανικοί, πληροφορικοί και τεχνικοί και διοικητικοί. Είμαστε διεθνής οργανισμός που διαθέτει νομική υπηρεσία και τμήμα οικονομικών, η στελέχωση των οποίων γίνεται από τα κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα” αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Τσεσμελής.
Για τους επιστήμονες από την Ελλάδα λέει ότι “επιλέγονται πολλοί νέοι Έλληνες, επειδή όταν έρχονται σε συναγωνισμό με άλλες αιτήσεις είναι πάρα πολύ καλοί, έχουν πάρα πολύ καλή κατάρτιση και εκπαίδευση”.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο διδάκτορας πληροφορικής Εδουάρδος Καραβάκης, εργαζόμενος στο CERN με συμβόλαιο μέχρι το 2018. “Τουλάχιστον στην πληροφορική, στον τομέα μου, σχεδόν ένα 40% με 50% των αιτήσεων για πρακτική κατατίθεται από Έλληνες” σχολιάζει. Βέβαια αναγνωρίζει ότι μετά την πρακτική είναι δύσκολο να επιστρέψει κάποιος στην Ελλάδα και αναφέρει ότι οι περισσότεροι είτε μένουν κάποια χρόνια ακόμη είτε μαζεύουν χρήματα για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
“Είμαστε μια μικρή χώρα αλλά νομίζω ότι έχουμε παρουσία που φαίνεται στα μεγάλα πειράματα του μεγάλου επιταχυντή. Από την Ελλάδα υπάρχουν πολλές ερευνητικές ομάδες: από τα πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, των Ιωαννίνων, της Αθήνας, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο της Πάτρας, από το Δημόκριτο από το πανεπιστήμια της Κρήτης και του Αιγαίου”, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η γενική πειραματική φυσικός στοιχειωδών σωματιδίων, Δέσποινα Χατζηφωτιάδου. Μεταξύ άλλων αναφέρει τον Ελληνα ερευνητή Κωνσταντίνο Ζιούτα, επικεφαλής στο πείραμα χωρίς επιταχυντές, το οποίο αναζητά υποθετικά σωματίδια που έρχονται από τον ήλιο.
Η ελληνική συμμετοχή στα πειράματα
Σε ερευνητικό επίπεδο δεν είναι λίγα τα πειράματα με ελληνική συμμετοχή. Ο Μανώλης Τσεσμελής, Έλληνας που γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, ήρθε για πρώτη φορά στο CERN ως φοιτητής εκείνη την εποχή, δουλεύοντας στα πειράματα της δεκαετίας του ’80, στο υπερσύγχροτρο πρωτονίων (Super Proton Synchrotron, SPS). “Τότε ανακαλύψαμε τα μποζόνια w και z” λέει, αναφερόμενος στην ανακάλυψη, που θεωρήθηκε σπουδαία επιτυχία του καθιερωμένου μοντέλου της σωματιδιακής φυσικής, το οποίο περιγράφει τα δομικά συστατικά της ύλης. Πριν από επτά χρόνια ο Μανώλης Τσεσμελής ανέλαβε τη θέση του επιστημονικού συμβούλου του Γενικού Διευθυντή, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε πρωτοβουλίες για τις διεθνείς σχέσεις.
Καταλαβαίνοντας το σωματίδιο Higgs
Για την ουσία των πειραμάτων στα οποία συμμετέχει, διευκρινίζει: “το LHC είναι σήμερα ο μεγαλύτερος επιταχυντής του κόσμου και αυτό θα εξακολουθήσει να ισχύει για τις επόμενες δεκαετίες πιστεύω. Η ανακάλυψη του σωματιδίου Higgs τo 2012 ήταν μια μεγάλη ανακάλυψη για τη φυσική αλλά επίσης για να καταλάβουμε τις πρώτες στιγμές μετά τη μεγάλη έκρηξη, τι ακριβώς έγινε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μετά τη μεγάλη έκρηξη πριν 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια, από την οποία δημιουργήθηκε το σύμπαν. Αυτό που απομένει τώρα είναι να καταλάβουμε αυτό το σωματίδιο Higgs και επίσης να δούμε τι υπάρχει πέρα από το λεγόμενο καθιερωμένο πρότυπο που είναι η θεωρία της ύλης όπως τη βλέπουμε. Δηλαδή θέλουμε να δούμε αυτό που δεν καταλαβαίνουμε σήμερα, πώς γίνεται δηλαδή να βλέπουμε μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της ενέργειας στο σύμπαν. Δεν καταλαβαίνουμε από πού προέρχεται και ποια είναι η δομή της. Έχουμε κάποιες ενδείξεις αλλά πρέπει να τις εξηγήσουμε μέσα από τα πειράματα που κάνουμε στο LHC” τονίζει και προσθέτει ότι αυτό μπορεί να είναι το αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας τα επόμενα 20 χρόνια.
Τι έγινε στην αρχή του κόσμου;
Τριάντα χρόνια κλείνει φέτος στο Cern η γενική πειραματική φυσικός στοιχειωδών σωματιδίων Δέσποινα Χατζηφωτιάδου, που έχει μόνιμο συμβόλαιο με τον οργανισμό. Μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ για την επιστημονική της πορεία, σημειώνει ότι ήρθε πρώτη φορά στην Ελβετία το καλοκαίρι του 1981 ως φοιτήτρια. Από τότε μέχρι το 1987 πηγαινοερχόταν συχνά καθώς ήταν επιστημονικός συνεργάτης στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και έκανε το διδακτορικό της στο πείραμα LEAR (Low Energy Antiproton Ring) στο οποίο συνεργαζόταν το Εργαστήριο Ατομικής και Πυρηνικής Φυσικής. Στη συνέχεια συμμετείχε στο πείραμα Large Electron Positron Collider και τώρα στο πλαίσιο του μεγάλου επιταχυντή LHC μετέχει από το 2000 στο πείραμα βαριών ιόντων ALICE, που μελετά τις συγκρούσεις πυρήνων μολύβδου σε πολύ υψηλή ενέργεια.
Όπως εξηγεί η ίδια “το ενδιαφέρον αυτών των συγκρούσεων είναι ότι έτσι αναδημιουργείται στο εργαστήριο μια κατάσταση της ύλης που ονομάζεται πλάσμα quark και γλουονίων και υποθέτουμε ότι υπήρχε στην αρχή του σύμπαντος μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου μετά το big bang. Το συγκεκριμένο πείραμα μας βοηθά να καταλάβουμε λίγο τι έγινε στην αρχή του κόσμου […] Επιπλέον, όλη η τεχνολογία που αναπτύσσεται για να γίνει όλη αυτή η έρευνα βρίσκει πολλές εφαρμογές, συνεπώς έτσι έχουμε και άμεσο πρακτικό όφελος”.
Ένα ελληνικό κομμάτι στην καρδιά του Atlas
Μια ελληνική ομάδα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης βρίσκεται, άλλωστε, πίσω από την κατασκευή μέρους των ανιχνευτών μυονίων στον ανιχνευτή “Atlas”, όπου “αιχμαλωτίζονται” τα σωματίδια που προκύπτουν από τις συγκρούσεις πρωτονίων στον μεγάλο επιταχυντή. Η συμμετοχή του εργαστηρίου Ατομικής και Πυρηνικής Φυσικής του ΑΠΘ σε πειράματα του Cern ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70, εντατικοποιήθηκε όμως ακόμη περισσότερο με το εγχείρημα του ανιχνευτή Atlas. “Έχω ξεκινήσει από τα πρώτα βήματα της κατασκευής του ανιχνευτή Atlas, το 2005, από το ΑΠΘ. Δεν ήμουν στην ομάδα που τα συναρμολόγησε στη Θεσσαλονίκη αλλά ήμουν αυτός που είχε την ευθύνη της εγκατάστασης όσων κατασκευαστήκαν στη Θεσσαλονίκη” επισημαίνει ο ηλεκτρονικός Δημήτρης Δαμιανόγλου.
Σήμερα προετοιμάζεται για τα logistics που αφορούν τη συναρμολόγηση ενός καινούριου συστήματος με την ονομασία “small wheel”. “Το Cern παραγγέλνει όλα τα υλικά με τα οποία θα κατασκευαστεί και θα πρέπει να τα στείλει σε διάφορα ινστιτούτα για να συναρμολογηθούν. Ένα από τα ινστιτούτα που θα κατασκευάσει κομμάτια του small wheel είναι το ΑΠΘ. Στη συνέχεια το τμήμα αυτό θα ολοκληρωθεί από ένα ρωσικό ινστιτούτο” προσθέτει.
Στον ανιχνευτή Atlas δουλεύει αποκλειστικά και η φυσικός ανιχνευτών με εξειδίκευση στα ηλεκτρονικά, Ραχήλ Μαρία Αβραμίδου. “Έχω δουλέψει στο Cern τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ξεκίνησα ως φοιτήτρια, έκανα εδώ, στα project του Cern, κομμάτι του διδακτορικού μου και τα δύο master μου και μετά συνέχισα τη συνεργασία μου. Και ποιά είναι η αίσθηση; Το περιβάλλον είναι πολύ ανταγωνιστικό είναι η αλήθεια, αλλά είναι κάτι το μοναδικό” σημειώνει χαρακτηριστικά.
Και η ελληνική πληροφορική στο Cern
Ο Χάρης Κουζινόπουλος, διδάκτορας πληροφορικής στην παράλληλη επεξεργασία, εργάστηκε επί τρία χρόνια στο πείραμα ALICE και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου συνεργάζεται από απόσταση με τον ερευνητικό οργανισμό, ως χρήστης του Cern. “Το αντικείμενο όσων ασχολούνται με τον κλάδο της πληροφορικής είναι η δημιουργία αλγορίθμων οι οποίοι, με βάση παραμέτρους που θέτουν οι φυσικοί, είναι σε θέση να ξεχωρίζουν τα χρήσιμα δεδομένα από έναν τεράστιο όγκο δεδομένων που παράγονται κατά τη διαδικασία των συγκρούσεων σωματιδίων. Στη συνέχεια τα χρήσιμα δεδομένα αποθηκεύονται και πρέπει να μπορεί κάποιος να τα ξαναβρίσκει εύκολα, προκειμένου να αξιολογηθούν από τους φυσικούς” διευκρινίζει. Τονίζει, μάλιστα, ότι πρόκειται μια διαδικασία πολύ μεγάλης σημασίας καθώς μετά τη μεγάλη αναβάθμιση του συστήματος που θα γίνει στο τέλος του 2018, τα δεδομένα που θα παράγονται θα εκατονταπλασιαστούν, συνεπώς η αξιολόγησή τους θα δυσκολέψει περισσότερο.
Μια παγκόσμια συνεργασία
Μπορεί, πάντως, ο ανυποψίαστος επισκέπτης του Cern να εκπλήσσεται ευχάριστα όταν ακούει ελληνικά σε κάθε γωνιά του ερευνητικού κέντρου, όμως όλοι οι επιστήμονες από την Ελλάδα χαρακτηρίζουν συναρπαστικό το γεγονός ότι πρόκειται για μια παγκόσμια συνεργασία.
“Μου αρέσει το γεγονός ότι είναι μια παγκόσμια συνεργασία, ότι συνεργάζεται κάποιος με ανθρώπους που έρχονται από όλο τον κόσμο, που έχουν διαφορετικό ενδεχομένως επιστημονικό και κοινωνικό background αλλά παρόλα αυτά πρέπει να συνεργαστούν και να παράγουν όλοι μαζί αποτελέσματα” λέει η Ραχήλ Μαρία Αβραμίδου για να τη συμπληρώσει ο Δημήτρης Δαμιανόγλου με νόημα: ”είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα εδώ. Ακόμη και οι Έλληνες αλλάζουμε, αποκτάμε άλλη νοοτροπία, άλλες συμπεριφορές. Είναι ένας χώρος που είναι δημιουργικός΄΄.
“Σε επίπεδο έρευνας το πιο σημαντικό είναι να μπορούμε να συνεργαζόμαστε όλοι μαζί, χωρίς να υπάρχει διάκριση σε εθνικότητες και θρησκείες. Εδώ βρίσκονται άνθρωποι από περισσότερες από 80 εθνικότητες και συνεργαζόμαστε όλοι μαζί” τονίζει ο Εδουάρδος Καραβάκης. “Στην ομάδα που συμμετείχα ο καθένας ήταν από διαφορετικό μέρος της Ευρώπης. Έλληνες, Ισπανοί, Βούλγαροι Ρουμάνοι, Σέρβοι μιλούσαμε μια κοινή γλώσσα, τα αγγλικά και τη γλώσσα της επιστήμης και η συνεργασία ήταν άψογη” σημειώνει ο Χάρης Κουζινόπουλος. Όσο για την αίσθηση της πατρίδας αναφέρει ότι από όπου και αν κατάγεται κανείς, πάντα του λείπει η χώρα του.
Κλείνοντας τον κύκλο των συνεντεύξεων στη Γενεύη η Δέσποινα Χατζηφωτιάδου και η Ραχήλ Μαρία Αβραμίδου στέλνουν το ίδιο μήνυμα στους νέους με εκείνο που έστειλε στην αρχή ο Μανώλης Τσεσμελής: να κυνηγούν τα όνειρά τους και να φροντίζουν να είναι όσο το δυνατόν πιο παραγωγικοί. Να κάνουν αυτό που τους αρέσει, κι ας κοιτάξουν και λίγο στο εξωτερικό. Άλλωστε, η μάθηση είναι μια διαδικασία που διαρκεί μία ζωή και για την Ελλάδα όλοι ελπίζουμε πάντα ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν….
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ