Site icon NewsIT
17:59 | 17.06.15

Τάισε βρέφος με τις σάρκες της μητέρας του

Τάισε βρέφος με τις σάρκες της μητέρας του
Newsit Newsroom

Η ποινή του 54χρονου Jorge Beltrao Negromonte για τις φρικτές δολοφονίες τριών νεαρών γυναικών ορίστηκε σε 23 χρόνια φυλακή.

Δύο χρόνια μετά την καταδίκη του, τον Νοέμβριο του 2013, έλυσε τη σιωπή του, με τον δημοσιογράφο της Daily Mail να ενοχλείται από το γεγονός πως μετά από κάθε του λέξη έγλειφε τα χείλη του. Ο Jorge Beltrao Negromonte από τη Βραζιλία, ένας από τους πιο διαβόητους δολοφόνους του κόσμου, παραδέχτηκε πως δεν έχει γευτεί ανθρώπινη σάρκα για τουλάχιστον 3 χρόνια.


Είχε σκοτώσει μια νεαρή γυναίκα μπροστά στη 18 μηνών κορούλα της και την επόμενη μέρα τάισε το βρέφος με τις σάρκες της. Έφτιαχνε κρεατόπιτες με γέμιση τα θύματά του και τις πωλούσε σε ανυποψίαστους πολίτες στους δρόμους της Guaranhuns, στη βορειοανατολική Βραζιλία.

Ο πρώην καθηγητής πανεπιστημίου δικαιολόγησε τις πράξεις του, τονίζοντας πως σκότωσε γυναίκες που θα έφερναν στον κόσμο μελλοντικούς κλέφτες. Με το να τρώει τις σάρκες τους είχε την πεποίθηση πως καθαρίζει τον εαυτό του από την αμαρτία του φόνου.

Είχαν δημιουργήσει μια μακάβρια λατρεία με τη γυναίκα του Isabel Pires και τη νεότερη ερωμένη του Bruna da Silva, πιστεύοντας ότι θα απαλλάξουν τον κόσμο από τους αμόρφωτους και την κακή ενέργειά τους. Το πράσινο φως για την εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη δόθηκε μετά από διαπραγματεύσεις 6 μηνών και ο Matt Roper πέρασε ένα απόγευμα με τον ψυχοπαθή δολοφόνο που κρατείται στην απομακρυσμένη φυλακή Desembargador Augusto Duque.

Μοιράζεται ένα μικρό κελί με 33 τροφίμους που πρέπει να μοιραστούν τα μόλις 5 κρεβάτια που υπάρχουν σε αυτό. Ενώ φαινόταν ευγενικός και δεν ύψωσε τον τόνο της φωνής του, μίλησε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τα εγκλήματά του και παραδέχτηκε πως θα σκότωνε ξανά.

“Πιστεύω πως για να είναι ασφαλείς οι άνθρωποι, εγώ, ο Jorge, πρέπει να είμαι εδώ. Είμαι εδώ με χειροπέδες, στη φυλακή, αλλά δεν με ακούς να διαμαρτύρομαι. Αν με άφηναν ελεύθερο, θα μπορούσα να κάνω άλλον ένα φόνο.

Το ανθρώπινο κρέας για εμένα δεν είναι διαφορετικό από το βόειο. Έχει την ίδια γεύση. Δεν είναι πιο νόστιμο. Οι γυναίκες θα ετοίμαζαν το κρέας. Συχνά θα το μαγειρεύαμε σαν μεξικάνικο στιφάδο, φαγητό που ονομάζεται carne guisada, με λαχανικά. Η Isabel θα το χρησιμοποιούσε για να φτιάξει το τυπικό βορειοανατολικό πιάτο Macaxeira που ήταν νόστιμο.

Δεν θυμάμαι αν το κάναμε ποτέ τηγανητό όπως μια μπριζόλα. Είχα αγοράσει μηχανή κοπής στην Bruna για να φτιάχνει κιμά, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν τη χρησιμοποίησε. Το κρέας διαρκούσε για 3 – 4 ημέρες. Θα το τρώγαμε για μεσημεριανό και βραδινό μέχρι να τελειώσει”.

Ο 54χρονος Negromonte, κάτοχος μαύρης ζώνης στο καράτε, καταδικάστηκε τον Νοέμβριο του 2013 για τη δολοφονία τριών νεαρών γυναικών ηλικίας 17, 20 και 21. Μαζί με την 54χρονη σύζυγό του Isabel και την 27χρονη ερωμένη του Bruna δημιούργησε μια θρησκευτική σέκτα που κήρυττε τον εξαγνισμό του κόσμου.

Το ερωτικό τρίγωνο δελέαζε τις ανυποψίαστες γυναίκες προσφέροντας υπηρεσίες φύλαξης παιδιών και στη συνέχεια τις δολοφονούσε και γιόρταζαν με ένα φρικιαστικό τελετουργικό, θάβοντας τα οστά στην αυλή τους.

Τα βάρβαρα εγκλήματά τους συγκλόνισαν τον κόσμο όταν αποκαλύφθηκαν τον Μάρτιο του 2012, με κατοίκους της Guaranhuns να ανακαλύπτουν πως έχουν φάει άθελά τους τις σάρκες των θυμάτων αγοράζοντας κρεατόπιτες που πουλούσε η Isabel στον δρόμο.

Αποκάλυψε πως εμπνεύστηκε από βιβλίο με σατανικές τελετουργίες που περιείχε τελετουργικά εξαγνισμού, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης ανθρώπινης σάρκας. Στο δικαστήριο είχε ισχυριστεί πως τον έλεγχε η ερωμένη του Bruna, ενώ υπαινίχθηκε πως ένας διεφθαρμένος αστυνομικός θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τους θανάτους των 2 γυναικών αλλά τον δωροδοκήθηκε.

Το μίσος του κόχλαζε για τις αγράμματες γυναίκες σε ηλικία αναπαραγωγής, καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει κάνει παιδιά. “Η Isabel έχασε 2 μωρά και πήγαμε στον γιατρό. Άρχισε θεραπεία αλλά δεν ξέρω τι έκαναν και δεν έμεινε ποτέ ξανά έγκυος. Και μετά κοιτάς γύρω σου και βλέπεις αγράμματους ανθρώπους που κάνουν παιδιά το ένα μετά το άλλο.

Έρχονται να επισκεφθούν τα παιδιά τους. Δεν μπορούν καν να μιλήσουν σωστά πορτογαλικά. Με ενοχλεί να ακούω ανθρώπους να μη μιλάνε σωστά. Για την κυβέρνηση όσοι περισσότεροι αδαείς άνθρωποι υπάρχουν τόσο καλύτερα. Δεν νομίζω ότι είναι σωστό. Πρέπει να τους σταματήσουν. Δίνουν ζωή σε κλέφτες και χαμηλού επιπέδου ανθρώπους”.

Ενώ αναγνώρισε πως ο Θεός επέτρεψε τη σύλληψή του, αρνήθηκε πως τα θύματά του ήταν αθώα και δεν αναγνώρισε τον πόνο που είχε προκαλέσει στις οικογένειές τους.

“Ο πόνος των οικογενειών τους είναι ίδιος με τον δικό μου. Πονάω που δεν μπορώ να κάνω οικογένεια. Κι εγώ βλέπω τον εαυτό μου σαν θύμα. Όταν κάνω μια επίθεση, βλέπω σκιές σε ανθρώπινη μορφή γύρω μου και ακούω φωνές να μου λένε τι να κάνω. Αν κάποιος μου λέει ότι ένας άνθρωπος θέλει να με βλάψει, θα τον κυνηγήσω. Δεν έχω έλεγχο του τι κάνω, αλλά άλλοι μπορούν να με χρησιμοποιήσουν.

Η Bruna ήξερε ότι μπορούσε να με ελέγξει. Αυτή ήθελε να δολοφονήσουμε τις γυναίκες. Ήταν δική της ιδέα να τις φάμε επειδή είχαμε παραβεί την 7η Εντολή και έπρεπε να εξαγνιστούμε. Είτε σου αρέσει είτε όχι, αν δεν ήταν η Bruna δεν θα είχα κάνει τις εκτελέσεις. Κυριαρχούσε πάνω μου”.

Ήταν πίσω στο 2015, όταν η Bruna έκλεισε τα 18, που μετακόμισαν στο Recife και γνώρισαν τη 17χρονη Jessica Pereira, μητέρα ενός βρέφους 18 μηνών. “Ερωτευτήκαμε όλοι το μωρό της. Της αγόραζα τα πάντα. Γάλα, πάνες, κούνια. Την είχα σαν κόρη μου. Η Bruna τη ζήλευε και μου έλεγε ότι δεν είναι καλό για αυτή να είναι εκεί”.

Την ημέρα του θανάτου της η Jessica τους είχε πει ότι θα μετακόμιζε για να είναι κοντά στην οικογένειά της. “Πήγα στο δωμάτιό της για να την πείσω να μείνει. Είχα αρχίσει να βλέπω σκιές. Κατέβηκε η Bruna και άρχισε να μου λέει ότι “είναι κακός άνθρωπος, δεν αγαπάει την κόρη της”.

Μετά από αυτό θυμάμαι μόνο εικόνες. Αίμα να αναβλύζει από τον λαιμό της, το άψυχο σώμα της στο μπάνιο και μετά τα μέρη του σώματός της διασκορπισμένα στο μπάνιο. Ξύπνησα την επόμενη μέρα και όλα ήταν πεντακάθαρα. Το μωρό ήταν στην κούνια του. Η Bel και η Bruna είχαν καθαρίσει τα πάντα και είχαν θάψει τα οστά της στην πίσω αυλή.

Όταν ρώτησα που είναι, η Bruna με ρώτησε: “δεν θυμάσαι; έπρεπε να την εκτελέσεις για να μην πάρει το μωρό μακριά και το έκανες μόνος σου”. Θυμάμαι να βλέπω τα ρούχα της και να κλαίω. Προσευχήθηκα στον Θεό. “Θεέ μου έχω παραβεί μια εντολή. Συγχώρεσέ με για όλα, τι πρέπει να κάνω;”.

Δεν είχε ιδέα ότι είχε τεμαχίσει το πτώμα της και οι σάρκες της είχαν τοποθετηθεί στην κατάψυξη. Έφτιαξαν δείπνο, από το οποίο έδωσαν και στην κόρη της Jessica, από τις σάρκες της. “Έφαγα νομίζοντας ότι ήταν απλά βόειο κρέας. Δεν έκανα άλλες ερωτήσεις”.

Η Bruna από εκείνη την ημέρα άρχισε να χρησιμοποιεί τα έγγραφα ταυτότητας της Jessica και μαζί με τον Negromonte άρχισαν να ενεργούν ως γονείς του κοριτσιού. Μετά από 4 χρόνια, το ερωτικό τρίγωνο μετακόμισε με το κοριτσάκι στην παραθαλάσσια πόλη Joao Pessoa.

Μετά τη σύλληψή του το 2012, οι αρχές άρχισαν να ερευνούν πιθανή συμμετοχή του στη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας κοντά στο προηγούμενο σπίτι του. “Όταν έφτασα στο σπίτι, ο αρχηγός της αστυνομίας ήρθε και μου είπε: “κοιτάξτε, έχουμε ένα πρόβλημα εδώ. Είτε κάνουμε μια συμφωνία είτε θα συλληφθείτε όλοι”. Γι’ αυτό του έδωσα το σπίτι και το πρόβλημα επιλύθηκε. Έπρεπε να φύγουμε και έτσι αποφασίσαμε να πάμε στο Guaranhuns όπου ζούσε ακόμα η αδερφή της Isabel”.

Ο διεφθαρμένος αστυνομικός που πήρε το ακίνητο του Negromonte θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τους θανάτους των δύο επόμενων θυμάτων του. Γνώρισε το επόμενο θύμα του, την 21χρονη Gicelly Helena da Silva σε μια κλινική τον Φεβρουάριο του 2012.

“Νόμιζα ότι θα μπορούσε να γίνει καλή φίλη για την Bruna και πήρα τον αριθμό της. Η Bruna άρχισε να της τηλεφωνεί και είχαν πολύωρες συζητήσεις. Μου είπε πως της εκμυστηρεύτηκε ότι είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον γιο της και πως είχε ξυλοκοπήσει τον ανιψιό της.

Άρχισε να τη μισεί επειδή ήταν κακός άνθρωπος. Θα μου έλεγε “πώς μπορεί ένας Χριστιανός να το κάνει αυτό;”. Μια μέρα της τηλεφώνησε και της είπε να έρθει σπίτι μας. Η Bel πήγε να δει την αδερφή της και η Bruna συνάντησε το κορίτσι στη στάση του λεωφορείου.

Περπάτησα πίσω τους καθώς πήγαιναν σπίτι. Όταν έφτασα, μπήκα από την πίσω πόρτα. Θυμάμαι να μπαίνω στην κουζίνα κρατώντας ένα σφυρί και μετά να βλέπω τη Bruna να μου λέει “μπορεί να γίνει τώρα”.

Θυμάμαι μόνο εικόνες. Την αντανάκλαση ενός μαχαιριού, ενός σώματος, ενός νεκρού ανθρώπου στο μπάνιο και το νερό να τρέχει. Συνήλθα την επόμενη μέρα. Κοίταξα στο ψυγείο και είδα το κρέας έτοιμο. Έγινε ξανά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σκέφτηκα.

Ήξερα ότι την είχα εκτελέσει, ότι το σώμα της είχε ταφεί με τον ίδιο τρόπο. Σκέφτηκε ότι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει, ότι δεν μπορεί να είναι η πραγματικότητα”. Η οικογένεια για άλλη μια φορά έφαγε το κρέας του θύματός της και ο Negromonte έκανε πάλι πως δεν είχε ιδέα ότι έτρωγε ανθρώπινη σάρκα.

“Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Σκεφτόμουν ότι τρώω την Giselly αλλά συνέχιζα να αρνούμαι τη σκέψη. Ρώτησα την Bruna “ποιος αγόρασε το κρέας;” και μου είπε “απλά άφησέ το” και έτσι δεν έκανα άλλες ερωτήσεις”.

Δύο εβδομάδες μετά η Bruna γνώρισε το επόμενο θύμα τους, την 20χρονη Alexandra da Silva Falcao που της προσέφεραν δουλειά babysitter.

Υποστήριξε ξανά πως δεν είχε ιδέα πως θα τη σκότωναν. Με τον ίδιο τρόπο ακολούθησε τις δύο γυναίκες. Θυμάμαι να βλέπω την πλάτη της και να κρατάω ένα μαχαίρι. Μετά θυμάμαι το σώμα της στο μπάνιο, το ντους, το κρέας στην κατάψυξη.

Φάγαμε και πάλι το κρέας. Χρειάστηκαν 4 ημέρες για να το τελειώσω. Σκεφτόμουν “αυτό είναι ανθρώπινο κρέας” και μετά ήρθαν οι αμφιβολίες “όχι, δεν είναι”. Πάλευα μέσα μου για να δεχτώ την αλήθεια”.

Η δολοφονία της Alexandra οδήγησε στη σύλληψή τους, καθώς η Bruna χρησιμοποίησε την πιστωτική κάρτα του θύματος ένα μήνα μετά την εξαφάνισή της.

Ακόμα και σήμερα δεν παραδέχεται ότι ήθελε να τις δολοφονήσει. “Ξυπνάω το πρωί και ρωτάω τον εαυτό μου “γιατί το έκανα αυτό; γιατί συνέβη;”. Όλα πήγαιναν καλά. Εξακολουθώ να κοιτάζω στον ουρανό και να σκέφτομαι πως δεν είναι αλήθεια, πως δεν συμβαίνει”.

Αρνείται να δεχτεί πως οι γυναίκες που δολοφόνησαν ήταν αθώες ή να αναγνωρίσει τον πόνο που προκάλεσε στις οικογένειες των θυμάτων. “Λυπάμαι που συνάντησα την Bruna. Νιώθω τύψεις που άφησα την Isabel για αυτή. Είμαι εδώ επειδή ο Θεός απένειμε δικαιοσύνη”.

Πηγή: Dailymail

Τελευταίες ειδήσεις

Exit mobile version