Δύο νέοι καταδικασμένοι από τα κοινωνικά και θρησκευτικά πρέπει στο Αφγανιστάν. Η αγάπη τους έκανε να αψηφήσουν τα πάντα και να ξεφύγουν από την προκαθορισμένη μοίρα τους. Ήταν αποφασισμένοι. Κανένας δεν θα έμπαινε εμπόδιο στον έρωτα της Zakia και του Ali.
Σε μια χώρα που οι γυναίκες δολοφονούνται για “παραβάσεις” όπως μια ματιά στον λάθος άνθρωπο, η Zakia ερωτεύτηκε τον “λάθος” άνθρωπο και απαίτησε να παντρευτεί. Ήταν το κρύο βράδυ της 20ης Μαρτίου του 2014. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σχεδίαζε να διαφύγει από το Καταφύγιο Γυναικών Bamiyan. Είχε γίνει σπίτι και φυλακή της τους τελευταίους 6 μήνες. Από την ημέρα δηλαδή που το έσκασε από το σπίτι της με την ελπίδα να παντρευτεί τον Ali.
Αυτή τη φορά θα τη βοηθούσαν οι δύο κοπέλες που μοιραζόταν μαζί τους το δωμάτιο. Περίμεναν να κάνει την αρχή. Αν και ήταν τρομοκρατημένη και δεν ήξερε αν είχε το θάρρος να φύγει, η Zakia αισθάνθηκε πως στένευαν τα περιθώρια χρόνου. Η απόδραση ήταν δύσκολη. Θα έπρεπε να σκαρφαλώσει έναν ψηλό τοίχο και να τρέξει στα βουνά. Το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί με τα ρούχα της πάνω στο λεπτό στρώμα του τσιμεντένιου πατώματος. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα, κολάν, ένα κουρελιασμένο ροζ πουλόβερ και ένα μακρύ φουλάρι. Δεν είχε παλτό. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο για το σχέδιο απόδρασης, αλλά ήθελε να είναι όμορφη όταν θα συναντούσε τον Ali.
Ήταν τότε 18 ετών. Είχε μπει με τη θέλησή της στο καταφύγιο. Αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει δεν θα άλλαζε μόνο τη ζωή της και τη ζωή του Ali που περίμενε τηλεφώνημά της στην άλλη πλευρά του Bamiyan Valley. Θα άλλαζε για πάντα τις ζωές σχεδόν όλων όσων ήξερε. Του πατέρα της Zaman και της μητέρας της Sabza, των πολλών αδερφών της και των πρώτων ξαδερφών της. Θα εγκατέλειπαν όλοι τη φάρμα τους και θα αφιερώναν τις ζωές τους να κυνηγούν τη Zakia και τον Ali. Θα υπόσχονταν όλοι δημόσια να τους σκοτώσουν για το έγκλημά τους. Να ερωτευτούν. Ένας ραβίνος από το New Jersey που μετά βίας ήξερε πώς να προφέρει το όνομά της, θα κατέληγε να ασκεί πιέσεις προς την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής να παρέμβει για λογαριασμό της. Μια γυναίκα με υψηλό αξίωμα στο Bamiyan που την είχε σώσει για να μην τη σκοτώσει η οικογένειά της θα εξοριζόταν στην Αφρική.
Η Zakia, ένα φτωχό κορίτσι που δεν ήξερε να μετρά μέχρι το 10 και δεν είχε δει ποτέ τηλεόραση, θα γινόταν το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο στα αφγανικά ερτζιανά. Έγινε η ηρωίδα κάθε νέας κοπέλας που ονειρεύεται να παντρευτεί εκείνον που αγαπά και όχι εκείνον που επέλεξε για αυτήν η οικογένειά της. Για τους συντηρητικούς όμως της πατριαρχικής κοινωνίας, οι ενέργειές της αποτελούσαν απόδειξη της αξιοθρήνητης παρέμβασης των ξένων στην παραδοσιακή κουλτούρα του Αφγανιστάν.
Ήταν πριν από λίγα χρόνια, και συγκεκριμένα το 2001, που οι οικογένειες της Zakia και του Ali είχαν οδηγηθεί στα ψηλότερα βουνά της κοιλάδας για να γλιτώσουν από την επιδρομή και τις φρικαλεότητες των Ταλιμπάν. Αυτό που συνέβη πριν από καιρό είχε παίξει καθοριστικό ρόλο. Έτσι διαμορφώθηκαν στους νέους που είναι σήμερα. Με έναν περίεργο και απροσδόκητο τρόπο, αν δεν ήταν οι Ταλιμπάν τότε δεν θα υπήρχε και παρέμβαση της Δύσης, οπότε η ιστορία της Zakia και του Ali θα ήταν μια ακόμα ιστορία αγάπης με αιματηρή κατάληξη. Μετά τη δυτική παρέμβαση ήταν νόμιμο για τη Zakia να επιλέξει τον άντρα της και ακόμα και να το σκάσει μαζί του.
Η Zakia ήταν Tajik και ο Ali ήταν Hazara. Εκείνη ήταν Sunni και εκείνος Shia. Η οικογένεια της Zakia ήταν αντίθετη με τον γάμο για πολιτιστικούς, εθνοτικούς και θρησκευτικούς λόγους. Μετά τη φυγή της είχε παραβιάσει και ένα ακόμα κατεστημένο. Μια γυναίκα στο Αφγανιστάν είναι ιδιοκτησία του συζύγου της, μια κόρη του πατέρα της, μια αδερφή των αδερφών της. Είναι οι άντρες που καθορίζουν ποιον θα παντρευτεί. Από τη στιγμή που το έσκασε, δεν αψήφησε μόνο τη θέλησή τους αλλά τους έκλεψε και αυτό που θεωρούσαν ότι τους ανήκει δικαιωματικά.
Ο Ali στεκόταν έξω από το τείχος που περιβάλλει τα χαμηλά κτίρια στο χωριό Surkh Dar, στην αθέατη πλευρά του Bamiyan Valley, στο μέρος όπου βρισκόταν το καταφύγιο που βρισκόταν η Zakia. Ήταν τότε 21 ετών, τρία χρόνια μεγαλύτερός της. Φορούσε και εκείνος τα καλά του για τη μεγάλη συνάντηση με την αγαπημένη του που ήθελε να παντρευτεί. Αγωνιούσε. Θα ήταν η πρώτη τους συνάντηση μετά από μήνες. Αναρωτιόταν αν θα τον προσφωνούσε με το πλήρες όνομά του όταν θα τον έπαιρνε τηλέφωνο. Mohammad Ali. Η Zakia ήταν η μοναδική γυναίκα, πέρα από τη μητέρα και τις αδερφές του, που είχε ακούσε να τον αποκαλεί με το όνομά του. Πάντα τον εξέπληττε και τον ευχαριστούσε όταν την άκουγε να το ψιθυρίζει όλο το διάστημα των παράνομων τηλεφωνικών συνδιαλέξεών τους. Μήπως αυτή τη φορά θα τον έλεγε “tu” (=εσύ) στη γλώσσα τους Dari; Του είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα και του είχε πει πως αυτό ήταν το βράδυ που θα δραπέτευε και πως θα του τηλεφωνούσε ξανά όταν περνούσε τον ψηλό τοίχο. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που του έλεγε κάτι τέτοιο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και το τηλέφωνό του δεν είχε χτυπήσει. Είχε αρχίσει να χάνει την ελπίδα. Φοβήθηκε ότι θα έκανε πίσω. Την πήρε τηλέφωνο αλλά τίποτα. Το μόνο που άκουσε ήταν το απρόσωπο τηλεφωνικό μήνυμα πως το κινητό της δεν είχε σήμα.
Το κρέμασε έξω από το παράθυρο γιατί το σήμα ήταν πολύ αδύναμο στο σπίτι τους. Ξάπλωσε και άφησε παρά το κρύο ανοιχτό το παράθυρο για να το ακούσε σε περίπτωση που του τηλεφωνούσε. Ενώ εκείνος έπεφτε θλιμμένος στο κρεβάτι, η Zakia κατάφερνε να ξεφύγει από το καταφύγιο με τη βοήθεια των δύο φίλων της. Ήταν γύρω στη μία το πρωί που κατάφερνε να περάσει από την άλλη πλευρά του τείχους φορώντας τα ψηλά τακούνια της και κρατώντας μια σακούλα γεμάτη ρούχα. Έτρεξε στον λόφο και σταμάτησε κάτω από δέντρα. Σχημάτισε τον αριθμό του Ali. Όταν τον πήρε, δεν το σήκωσε. Έβγαλε ένα κομμάτι ψωμί και άρχισε να το πετά στα σκυλιά που την ακολουθούσαν για να σταματήσουν να γαβγίζουν. Πίσω στο χωριό Surkh Dar, ο Ali άκουσε την κλήση και έτρεξε από το δωμάτιό του αλλά δεν πρόλαβε να το σηκώσει. Την πήρε πίσω και αυτή τη φορά δεν το σήκωσε η Zakia. Η κατάσταση ήταν επικίνδυνη. Μια νέα κοπέλα μόνη που θα μπορούσε να έχει συλληφθεί όχι μόνο από την αστυνομία αλλά και από οποιονδήποτε θα ήθελε να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Ή θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα σε μια κοινωνία όπου ο βιασμός δεν θεωρείται έγκλημα αν συναντήσουν τη γυναίκα μόνη της.
Ο Ali ξύπνησε τον πατέρα του Anwar και τηλεφώνησε στον φίλο του Rahmatullah που είχε ήδη συμφωνήσει να τους βοηθήσει να κρυφτούν στα βουνά. Βρισκόταν σε απόσταση 15-20 λεπτών με το αυτοκίνητο από το σημείο που περίμενε η Zakia. Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε κοντά της, τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν και ο Ali πήδηξε έξω για να τη βοηθήσει. Αφού έβαλε τα πράγματά της στο αυτοκίνητο, χαιρετήθηκαν λέγοντας τα ονόματά τους, δηλώνοντας και με αυτόν τον μικρό τρόπο την επανάστασή τους ενάντια στους περιορισμούς και τα έθιμα της κοινωνίας τους. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, η Zakia πήρε το χέρι του στα δικά της και το κράτησε σφιχτά. Το να τον είχε φιλήσει δύσκολα θα ήταν πιο απρόσμενο και μόνο λίγο πιο ανατρεπτικό.
Για χρόνια εξέφραζαν την αγάπη τους ο ένας στον άλλο στα κρυφά και δημόσια τους τελευταίους έξι μήνες που βρισκόταν στο καταφύγιο. Ποτέ δεν είχαν βρεθεί μόνοι σε κλειστό χώρο ή στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Είχαν καταφέρει μόνο να ρίχνουν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο όταν συναντιούνταν στα παρακείμενα χωράφια των οικογενειών τους. Τώρα κρατιόντουσαν χέρι χέρι. Ήταν μια έμφυτη ανθρώπινη παρόρμηση; Ούτε η Zakia ούτε o Ali είχαν δει ζευγάρια να κρατιούνται ποτέ χέρι χέρι. Δεν είχαν δει ούτε ταινίες για να το μιμηθούν. Αυτό όπως και πολλά άλλα αποτελεί μυστήριο στην ιστορία αγάπης τους. Έχοντας αψηφήσει ένα σύνολο μεγάλων συμβάσεων, τίποτα δεν θα εμπόδιζε τη Zakia να δεσμευτεί από οποιαδήποτε πρέπει της κοινωνίας. Αν ήθελε να του κρατήσει το χέρι, θα το έκανε. Έχουν πλέον αποκτήσει τον καρπό του έρωτά τους, τη μικρή Ruqia, και συνεχίζουν ερωτευμένοι και πιο ευτυχισμένοι από ποτέ να κρύβονται από την οικογένεια της Zakia.
Πηγή: Mashable