“Δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποιο θετικό σενάριο μετά το τουρκικό δημοψήφισμα για την συνταγματική αναθεώρηση”. Με αυτή την απαισιόδοξη διαπίστωση ξεκινά η ανάλυση του Dimitar Bechev στο blog του LSE.
Ο αρθρογράφος συνεχίζει λέγοντας πως ο Ερντογάν μοιάζει να “ευδοκιμεί” μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης: Το μοντέλο της στοχοποίησης εκείνων που δεν τον στηρίζουν ως “προδότες” θα συνεχιστεί στο άμεσο μέλλον.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η σημαντική επιτυχία του “Όχι” στα μεγάλα αστικά κέντρα (σ.σ. Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Σμύρνη κλπ) πλήγωσε τον Ερντογάν, αλλά το σχεδόν 50% που τάχθηκε ενάντια στον τωρινό πρόεδρο στις κάλπες, δεν είναι μία ομοιογενής ομάδα και θα αποτελεί έκπληξη το να εμφανιστεί ένας δυνατός αντίπαλος από την αντιπολίτευση.
Είναι μία ανάλυση ενδεικτική του κλίματος διχασμού που επικρατεί στην Τουρκία μετά την οριακή, “πύρρειο” νίκη του Τούρκου προέδρου στο δημοψήφισμα της Κυριακής (16.04.2017). Μια νίκη που, πάντως, του δίνει αυτό που ήθελε, έστω όχι με τον πανηγυρικό τρόπο που ήλπιζε: Το να έχει δηλαδή αυξημένες αρμοδιότητες, το να καταργήσει το αξίωμα του πρωθυπουργού (!), το να μπορεί να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2029. Με λίγα λόγια να γίνει ένας πραγματικός σουλτάνος.
Παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν απέτυχε να πάρει μια “δυνατή” νίκη (σ.σ. ο ίδιος ήλπιζε σε ποσοστό 55%-60% υπέρ του “ναι” που υποστήριζε), η ουσία είναι μία: Ότι το “Evet” επικράτησε και παρά το ότι ήταν “ισχνό”, δεν παύει να επιτρέπει στον Ερντογάν να κάνει τις κινήσεις που ήθελε.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αναλυτικά ο Dimitar Bechev σημειώνει στο άρθρο του στη συνέχεια, το οποίο έχει τίτλο “καμία ελπίδα για την Τουρκία“: “Αυτοί που παρακολούθησαν το γεμάτο ένταση δημοψήφισμα της Τουρκίας ψάχνουν εναγωνίως για να βρουν το θετικό σενάριο. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένα.
Ναι, ο πρόεδρος Ερντογάν θα ήθελε πολύ σήμερα να έχει ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο το 51,35%. Η νίκη του “όχι” στα 17 από τα 30 μεγάλα αστικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένων της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης, όπου η ίδια του η πολιτική καριέρα ξεκίνησε όταν κέρδισε τις εκλογές του 1994, πρέπει να τον πλήγωσε. Παρόλα αυτά όμως, δεν υπάρχει κάτι να τον σταματήσει τώρα. Η Τουρκία επισημοποίησε το πολιτικό σύστημα του “ενός ανδρός” που είχε ξεκινήσει από το 2010.
Η άποψη πως ο Ερντογάν δεν μπορεί απλά να πάει κόντρα στη θέληση των μισών Τούρκων πολιτών δεν στέκει. Εξάλλου, κυβερνούσε ως ένας ντε φάκτο αυτοκρατορικός πρόεδρος, αλλοιώνοντας και σε κάποιες περιπτώσεις καταπατώντας τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, αφότου κέρδισε τις εκλογές του Αυγούστου του 2014, με 5 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους σε σχέση με αυτές που κέρδισε στο δημοψήφισμα.
Ξεπερνώντας τον σκόπελο του 50+1% (στον πρώτο γύρο), έκανε επαρκή τον δρόμο ώστε ο Ερντογάν να επικαλείται το “εθνικό αίσθημα” και να αποκαλεί όσους διαφωνούσαν “προδότες”. Απλά ο Ερντογάν είναι έτσι: “Ευδοκιμεί” μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης – είτε πρόκειται για τις συντηρητικές μάζες της Ανατολής που αντιδρούν στις ελίτ, είτε για το τουρκικό έθνος που μάχεται ενάντια στους εξωτερικούς του εχθρούς. Να περιμένετε ακόμη περισσότερες τέτοιες ημέρες στο μέλλον. Δεν θα βλέπουμε μία διαφορετική, πιο συμπονετική εκδοχή. Ούτε θα “μαλακώσει” από τις διαπιστώσεις για μία “πύρρειο” νίκη.
Πρέπει να έχουμε επίγνωση πως αυτό το δημοψήφισμα δεν είναι το τέλος του ταξιδιού. Οι συνταγματικές αλλαγές που μεταφέρουν όλη την εκτελεστική εξουσία στα χέρια του προέδρου, καταργώντας το αξίωμα του πρωθυπουργού και υποτάσσοντας το κοινοβούλιο στον εθνικό ηγέτη, θα εφαρμοστούν μόνο μετά τις επόμενες εκλογές για τον επικεφαλής του κράτους, που θα γίνουν στα μέσα του 2019.
Ο Ερντογάν θα πρέπει να λάβει λαϊκή εντολή για να επιστρέψει στο “γραφείο” του. Η πιθανότητα για κάτι τέτοιο είναι αρκετά υψηλή. Το 50% που αντιτίθενται στον τωρινό πρόεδρο δεν είναι μία ομοιογενής μάζα και θα είναι έκπληξη αν βρεθεί ένας υποψήφιος ικανός να αντεπεξέλθει σε αυτή την πρόκληση.
Πράγματι, αυτό που πέτυχε το στρατόπεδο του “Όχι” δεν είναι τίποτα λιγότερο από εντυπωσιακό. Οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους. Παρά τον σχεδόν απόλυτο “στραγγαλισμό” του Ερντογάν απέναντι στην κρατική μηχανή και τα μέσα ενημέρωσης, την φυλάκιση των ηγετών της αντιπολίτευσης, αλλά και τις πολλές και εκπεφρασμένες παρατυπίες την ημέρα του δημοψηφίσματος (σ.σ. δείτε εδώ τα… ντοκουμέντα της νοθείας), το στρατόπεδο του “Όχι” σημείωσε μια τεράστια επιτυχία.
Την ίδια ώρα, η καμπάνια υπέρ του “Ναι” από το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και τους εθνικιστές του MHP, απέτυχε τους στόχους της. Μαζί συγκέντρωσαν μόνο 25,2 εκατομμύρια ψήφους, τέσσερα εκατομμύρια λιγότερες από όσες μαζί πήραν στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2015. Όμως εκτός εάν χτυπήσει η… Μητέρα των οικονομικών κρίσεων (ποιος ξέρει;) ή εκτός αν για οποιονδήποτε λόγο αποφασίσει ο Ερντογάν να μη βάλει υποψηφιότητα (δεν θα έβαζα τα λεφτά μου σε αυτό), μπορούμε με σιγουριά να υποθέσουμε πως θα βρίσκεται στο επίκεντρο του σόου μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2020.
Αυτό που θα δούμε αμέσως μετά, είναι η… πτώχευση της υπόσχεσης πως η “υπερπροεδρία” θα φέρει σταθερότητα στην Τουρκία. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Η τουρκική κοινωνία παραμένει κατακερματισμένη. Το δημοψήφισμα δημιούργησε ρήγματα στην ισλαμιστική κοινότητα, αλλά και στους εθνικιστές του MHP, με το κόμμα να οδεύει για ένα εσωτερικό “λουτρό αίματος” στο επόμενό του συνέδριο.
Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (το CHP, που είναι η αξιωματική αντιπολίτευση) αμφισβητεί τα αποτελέσματα πριν βγουν τα επίσημα και τελικά αποτελέσματα μετά τις ενστάσεις για παρατυπίες. Θα εκπλαγώ εάν το CHP καταφέρει να αλλάξει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αλλά ειλικρινά δεν υπάρχει τρόπος οι υποστηρικτές του να αναγνωρίσουν ποτέ τη νομιμότητα των συνταγματικών αλλαγών. Ο Ερντογάν δεν έχει άλλη επιλογή παρά να καταφύγει σε καταστολή, ίσως σκληρότατη, για να αντιμετωπίσει τους διαφωνούντες.
Ακόμα χειρότερα, υπάρχει κι ένας συνεχόμενος -χαμηλής έντασης- πόλεμος στις νοτιοανατολικές επαρχίες. Ο Ερντογάν δεν μπορεί να τον κερδίσει, ούτε όμως και το PKK. Όπως είναι τώρα τα πράγματα, τείνει να συνεχιστεί για τουλάχιστον μία ακόμη γενιά και πλέον μαίνεται και στις μεγάλες πόλεις της δυτικής Τουρκίας.
Πέρα από τα σύνορα, η Συρία παραμένει ένα χάος και δεν προβλέπεται ένα τέλος. Η “Ασπίδα του Ευφράτη” (σ.σ. η τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία) αποτελεί πλέον οριστικά παρελθόν, όμως ο τουρκικός στρατός θα εισβάλει ξανά και ξανά στο μέλλον, για να “κόβει το γρασίδι” και να κρατά μακριά τους Κούρδους. Οι τζιχαντιστές θα συνεχίσουν να σπέρνουν τον όλεθρο στην Τουρκία. Ο σκληρός πρόεδρος έχει αποφασίσει να αποφύγει τις κακές μνήμες της δεκαετίας του ’90, όταν τη χώρα κυβερνούσαν εριστικές συμμαχίες. Ειρωνεία αποτελεί ότι η ανταρσία του PKK και η έκθεση της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή, σηματοδοτούν ένα είδος επιστροφής στην ταραχώδη δεκαετία του ’90.
Οι δύο πρώτες θητείες του AKP στην εξουσία (2002-2011) σηματοδότησαν μια περίοδο ελπίδας. Τώρα, είναι ο φόβος και η απέχθεια που επικρατούν. Η πικρή κληρονομιά της 16ης Απριλίου θα στοιχειώνει την Τουρκία. Είθε ο Αλλάχ να είναι μαζί με αυτούς τους ανθρώπους“.
***Ο Dimitar Bechev είναι συνεργάτης του Atlantic Council Eurasia Center και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, με αντικείμενο της Ευρωασιατικές και Ανατολικές Ευρωπαϊκές Σπουδές.
Πηγή: blogs.lse.ac.uk
Επιμέλεια: Χρήστος Μαυραγάνης