Ραγδαία είναι η αύξηση κρουσμάτων ιλαράς στην Ευρώπη, καθώς διπλασιάστηκαν το 2024 σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα.
Τα κρούσματα ιλαράς στην Ευρώπη έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 και πλέον ετών, σύμφωνα με μια ανάλυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και της UNICEF που δόθηκε στη δημοσιότητα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Παιδιά κάτω των πέντε ετών αναλογούσαν στο 40% και πλέον από τα 127.350 κρούσματα που καταγράφηκαν τον περασμένο χρόνο στην περιοχή, η οποία περιλαμβάνει 53 χώρες στην Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία, αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο ΠΟΥ.
«Η ιλαρά έχει επιστρέψει και αυτό συνιστά προειδοποίηση. Χωρίς υψηλά ποσοστά εμβολιασμού, δεν υπάρχει ασφάλεια για την υγεία», δήλωσε ο περιφερειακός διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη Χανς Χένρι Κλούγκε.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων ( ECDC ), μια ανεξάρτητη υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Ρουμανία αντιμετωπίζει το πιο έντονο ξέσπασμα της νόσου, αλλά όλες οι χώρες της ΕΕ έχουν αναφέρει κρούσματα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Οπως ανακοίνωσε το ECDC, από τις αρχές του 2024 ως τις αρχές του 2025 περισσότερα από 32.000 κρούσματα ιλαράς καταγράφηκαν στην ΕΕ, την Ισλανδία, το Λίχτενσταϊν και τη Νορβηγία, μια «σημαντική» αύξηση από το 2023, όταν είχαν σημειωθεί 2.400 κρούσματα.
Η ευρωπαϊκή υπηρεσία προειδοποιεί ότι τα κρούσματα πιθανόν να συνεχίσουν να αυξάνονται μέσα στους επόμενους μήνες γιατί κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2024 ο αριθμός των νέων κρουσμάτων κορυφώθηκε.
«Ο αριθμός των κρουσμάτων πιθανόν θα αυξηθεί την άνοιξη του 2025»
«Αυτό υποδηλώνει ότι ο ιός κυκλοφορεί στην περιοχή και ο αριθμός των κρουσμάτων πιθανόν θα αυξηθεί την άνοιξη του 2025», σημειώνει το ECDC.
Τα περισσότερα κρούσματα τον περασμένο χρόνο αναφέρθηκαν στη Ρουμανία (27.568), στην Ιταλία (1.097), τη Γερμανία (637), το Βέλγιο (551) και την Αυστρία (542).
Ωστόσο, όλες οι χώρες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)–η ΕΕ, η Ισλανδία, το Λίχτενσταϊν και η Νορβηγία–κατέγραψαν κρούσματα.
Συνολικά 18 άνθρωποι πέθαναν από ιλαρά στη Ρουμανία και ένας στην Ιρλανδία.
Η μεγάλη πλειονότητα των μολυσμένων ατόμων (86%) ήταν ανεμβολίαστα, σύμφωνα με το ECDC, ενώ πολλά ήταν παιδιά κάτω των 4 ετών.