Ούτε μία, ούτε δύο αλλά 42 ολόκληρες ώρες έμεινε εγκλωβισμένος στο ασανσέρ ο 59χρονος Ravindran Nair από την Ινδία.
Ο 59χρονος μπήκε στο ασανσέρ νοσοκομείου στην Ινδία για να συναντήσει έναν γιατρό το απόγευμα του Σαββάτου (13.07.2024) αλλά παρέμεινε παγιδευμένος μέχρι το πρωί της Δευτέρας, όταν τον βρήκε ένας χειριστής ανελκυστήρα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τώρα νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με για αφυδάτωση και πόνους στην πλάτη.
Τα μέλη της οικογένειάς του αρχικά νόμιζαν ότι ήταν στη δουλειά, αλλά αργότερα επικοινώνησαν με την αστυνομία και ξεκίνησαν μια απεγνωσμένη αναζήτηση για τον εντοπισμό του. Το περιστατικό έγινε πρωτοσέλιδο, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να απολύσει τρεις τεχνικούς και να ξεκινήσει έρευνα.
Αξιωματούχοι από το Κυβερνητικό Ιατρικό Κολλέγιο και ο υπουργός Υγείας της πολιτείας ζήτησαν συγγνώμη από τον Nair. Ο 59χρονος είπε στο BBC ότι όταν παγιδεύτηκε, προσπάθησε να καλέσει τον αριθμό έκτακτης ανάγκης που αναγράφεται στον ανελκυστήρα, αλλά δεν υπήρξε απάντηση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Προσπάθησε επίσης να τηλεφωνήσει στη σύζυγό αλλά και «οποιονδήποτε άλλο μπορούσα να σκεφτώ» χωρίς να τα καταφέρει.
«Άρχισα να πανικοβάλλομαι και να χτυπάω τις πόρτες του ανελκυστήρα για να τραβήξω την προσοχή. Τότε ήταν που το τηλέφωνό μου έπεσε στο πάτωμα και σταμάτησε να λειτουργεί» λέει.
«Φώναζα και ούρλιαξα για βοήθεια και προσπάθησα να τραβήξω τις πόρτες με τα χέρια μου. Ήταν σκοτεινά μέσα στον ανελκυστήρα, αλλά ευτυχώς, υπήρχε αρκετός αέρας για να αναπνεύσω».
Στη συνέχεια περπατούσε μέσα στο ασανσέρ, πατώντας ξανά και ξανά το κουδούνι του συναγερμού, ελπίζοντας να τον ακούσουν, αλλά χωρίς επιτυχία.
«Καθώς περνούσαν οι ώρες, δεν είχα ιδέα αν ήταν μέρα ή νύχτα, καθώς μέσα ήταν σκοτάδι. Όταν κουράστηκα, κοιμήθηκα σε μια γωνία. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια άλλη γωνιά για να κάνω την ανάγκη μου» λέει.
Το χρονικό
Ο 59χρονος διηγείται ότι να επισκέπτεται τακτικά το νοσοκομείο πριν από λίγους μήνες αφού έπεσε στο μπάνιο και άρχισε να υποφέρει από πόνους στην πλάτη.
Είχε ξεχάσει όμως τα αποτελέσματα των εξετάσεων στο σπίτι και επέστρεψε μόνος του να τα πάρει. Όταν γύρισε στο νοσοκομείο, αν και εκείνος και η γυναίκα του χρησιμοποιούν συνήθως έναν ανελκυστήρα που προορίζεται για τους υπαλλήλους, αυτή τη φορά μπήκε σε ένα ασανσέρ που προοριζόταν για ασθενείς και επισκέπτες – για να ανέβει στον δεύτερο όροφο.
Πάτησε το κουμπί και ο ανελκυστήρας άρχισε να ανεβαίνει, αλλά καθώς πλησίαζε στον δεύτερο όροφο, έπεσε προς τα κάτω και κόλλησε μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ορόφου.
Κάποια στιγμή θυμήθηκε ότι έπρεπε να πάρει τα χάπια του για την πίεση.
«Τα είχα πάνω μου, αλλά δεν μπορούσα να τα καταπιώ γιατί δεν είχα νερό και το στόμα μου ήταν στεγνό από τις φωνές για βοήθεια», θυμάται.
«Άρχισα να αναρωτιέμαι αν θα πέθαινα μέσα στον ανελκυστήρα. Ανησυχούσα για τη γυναίκα και τα παιδιά μου και σκεφτόμουν τους γονείς και τους προγόνους μου που έχουν πεθάνει. Αλλά μετά, κατά κάποιο τρόπο θέλησα να γίνω πιο δυνατός και είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να ξεπεράσω αυτήν την τρομακτική δοκιμασία».
Ένα πράγμα που τον παρηγόρησε, λέει, ήταν να απαγγέλλει ποιήματα που είχε γράψει η γυναίκα του.
Η βοήθεια έφτασε τελικά τη Δευτέρα το πρωί γύρω στις 6 τοπική ώρα, όταν ένας χειριστής άνοιξε την πόρτα και του ζήτησε να πηδήξει έξω – 42 ώρες μετά την έναρξη της περιπέτειάς του.
Μόλις σώθηκε, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τηλεφωνήσει στη σύζυγό του, η οποία δεν είχε ιδέα ότι ο αγνοούμενος σύζυγός της ήταν παγιδευμένος στον χώρο εργασίας της.
Το νοσοκομείο έκτοτε έχει βάλει μια προειδοποίηση έξω από τον ανελκυστήρα ζητώντας από τους ανθρώπους να μην τον χρησιμοποιούν καθώς επισκευάζεται.