Ακόμα μια... σφαλιάρα στην Αμερικανική οικονομία θα είναι ένας πόλεμος με το Ιράν, την στιγμή που ήδη αντιμέτωπη με τους κινδύνους της οικονομικής ύφεσης από τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, σύμφωνα με το POLITICO.
Το άνοιγμα ενός νέου “μετώπου” στους πολέμους των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή θα μπορούσε να στείλει τις τιμές των καυσίμων στα ύψη, επιφέροντας ένα σοβαρό καθημερινό πλήγμα στους Αμερικάνους καταναλωτές που σήκωσαν στους ώμους τους την διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς οι επιχειρήσεις συγκράτησαν τις δαπάνες τους για επενδύσεις.
Οι αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου συνυπάρχουν συνήθως με την οικονομική ύφεση κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, ενώ μέχρι τώρα, οι χαμηλές τιμές των καυσίμων διέσωζαν την πορεία ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας.
“Απογειώθηκαν” οι τιμές του πετρελαίου
Οι επιθέσεις που έγιναν το Σαββατοκύριακο κατά πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και η επιθετική ρητορική του προέδρου Τραμπ, ο οποίος θεώρησε υπεύθυνο το Ιράν, είχε ως άμεση συνέπεια την κατακόρυφη άνοδο των τιμών του πετρελαίου.
Ωστόσο, σήμερα οι τιμές υποχωρούν. Οι επιθέσεις των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) κατά των σαουδαραβικών πετρελαϊκών στόχων αύξησαν τις τιμές του πετρελαίου σχεδόν κατά 20% μέσα σε μία ημέρα, καταγράφοντας τα μεγαλύτερα ημερήσια κέρδη, από τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991.
Η δραματική άνοδος των τιμών του πετρελαίου αποτράπηκε περαιτέρω μετά από αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες, η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να υποκαταστήσει την μείωση της παραγωγής από τα διαθέσιμα αποθέματα πετρελαίου.
Παράλληλα, ο πρόεδρος Τραμπ άφησε ανοιχτό ενδεχόμενο χρήσης των αμερικανικών πετρελαϊκών αποθεμάτων αν αυτό κριθεί αναγκαίο και προκειμένου να αποφευχθούν πιέσεις στην αύξηση των τιμών των προϊόντων που θα μείωναν την αγοραστική δύναμη των Αμερικανών.
Ανησυχία για το ενδεχόμενο πολέμου
Ωστόσο, τα σχόλια που έγραψε ο πρόεδρος Τραμπ στο Twitter αποδίδοντας την επίθεση στο Ιράν, παρά την αρχική διεκδίκηση ευθύνης της επίθεσης από τους αντάρτες της Υεμένης, αλλά και το υπονοούμενο του για “πολεμική ετοιμότητα” των ΗΠΑ, προκάλεσε ανησυχία στις χρηματαγορές και το ενδεχόμενο πολεμικής κλιμάκωσης της έντασης.
Οι τιμές του πετρελαίου διεθνούς προέλευσης τύπου Brent εξακολουθούσαν να διατηρούν την αύξησή τους κατά 10% στα 66 δολάρια το βαρέλι, στο μέσον της χθεσινής συνεδρίασης.
“Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα είναι ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της τωρινής οικονομικής ανάπτυξης,” δήλωσε η Μπεθ Αν Μποβινό, ηγετικό στέλεχος της S&P Global Ratings.
“Επιχειρήσεις αρνούνται να επενδύσουν”
“Όπως εξελίσσεται η κατάσταση, βλέπουμε ότι οι επιχειρήσεις αρνούνται να επενδύσουν με δεδομένη την εμπορική αναταραχή που ενισχύει την στάση τους να είναι συγκρατημένες.”
“Αν δούμε μία αύξηση στις τιμές των καυσίμων – οποίες είναι ήδη αυξημένες- ως συνέπεια της κατάστασης [στην Μέση Ανατολή] είναι ενδεχόμενο να δούμε τον Αμερικάνο καταναλωτή που στήριξε αποφασιστικά την επέκταση [των δραστηριοτήτων] και αποτέλεσε την δύναμη σταθερότητας για το σύνολο της [αμερικανικής] οικονομίας να μειώνει τις αγορές του, καθώς μεγαλύτερες δαπάνες για τα καύσιμα σημαίνουν μικρότερο διαθέσιμο ποσό για αγορές από το εμπορικό κέντρο,” παρατήρησε η ίδια.
Από την άλλη μεριά, οι αναλυτές εκτιμούν ότι άμεσες συνέπειες από την μείωση της παραγωγής πετρελαίου στην Σαουδική Αραβία θα είναι διαχειρίσιμες από την αμερικανική οικονομία που θα είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις ξένες (πετρελαϊκές) αγορές σε σύγκριση με την εξάρτηση που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Η βαθύτερη ανησυχία των αναλυτών και των οικονομολόγων εντοπίζεται στο ενδεχόμενο μιας πλήρους πολεμικής σύγκρουσης με το Ιράν, η οποία θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει περισσότερο τις ενεργειακές αγορές προκαλώντας (αντανακλαστικά) αύξηση των τιμών στην αγορά των ΗΠΑ. Έτσι, το ενδεχόμενο μείωσης των επιτοκίων θα γίνει δυσκολότερο στην περίπτωση περαιτέρω αύξησης του πληθωρισμού στην αμερικανική αγορά.
“Σκέφτομαι όλο και περισσότερο ότι παρακολουθούμε μία επανάληψη ‘της κατάστασης του ‘70’ δήλωσε ο Ρίτσαρντ Μπέρνστεϊν ιδρυτής της επενδυτικής εταιρίας RBAdvisors.
Ενδεχόμενο ύφεσης
Μία νέα πολεμική σύγκρουση στην Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τις συνέπειες από τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, την αβεβαιότητα στην αντικατάσταση του πλαισίου της συμφωνίας για το ελεύθερο εμπόριο στην Βόρεια Αμερική (NAFTA), μπορούν να προκαλέσουν μία κατάσταση ύφεσης στην αμερικανική οικονομία που κατέγραψε ποσοστό ανάπτυξης 2% στο δεύτερο τρίμηνο του 2019, ενώ το ποσοστό ανάπτυξής της μέχρι το τέλος της χρονιάς εκτιμάται γύρω στο 1%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων.
Από την άλλη μεριά, στην Ουάσινγκτον δεν λείπουν και οι εκτιμήσεις που θεωρούν πιθανή μία υπαναχώρηση του προέδρου Τραμπ έναντι των απειλών του κατά του Ιράν, με δεδομένες τις επιπτώσεις που θα έχει μία τέτοια εξέλιξη για την οικονομία των ΗΠΑ, ενώ ο ίδιος έχει ως ισχυρό προεκλογικό χαρτί την οικονομική ανάπτυξη στην πορεία του προεκλογικού αγώνα για την επανεκλογή του το 2020.