Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ακύρωσε τη θανατική ποινή ενός άνδρα που έχει δικαστεί έξι φορές για το ίδιο έγκλημα και επιμένει να δηλώνει αθώος.
Και αυτό γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δεν έχει αποφανθεί αν αυτός ο 49χρονος αφροαμερικανός που παραμένει στη φυλακή εδώ και 22 χρόνια είναι αθώος, αλλά ακύρωση την θανατική ποινή για ρατσιστική συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα ακύρωσε την θανατική ποινή με με ψήφους 7 έναντι 2, κρίνοντας ότι ο κατηγορούμενος ήταν θύμα ρατσιστικής προκατάληψης, επειδή οι εισαγγελικές αρχές σκοπίμως απέκλειαν από ενόρκους τους μαύρους υποψηφίους.
Στο σκεπτικό, που συντάχθηκε από τον συντηρητικό δικαστή Μπρετ Κάβανο, σημειώνεται ότι οι ενέργειες του εισαγγελέα παραβίασαν τα δικαιώματα του Φλάουερς για μια δίκαιη δίκη, όπως απαιτεί το Σύνταγμα.
“Και στις έξι δίκες μαζί, η Πολιτεία απέκλεισε τους 41 από τους 42 μαύρους υποψηφίους ενόρκους. Στην έκτη δίκη απέκλεισε τους πέντε από τους έξι. Επιπροσθέτως, στην έκτη δίκη, η Πολιτεία έθεσε πολύ περισσότερες ερωτήσεις στους μαύρους υποψηφίους ενόρκους απ’ ότι στους λευκούς”, τονίζεται στο κείμενο αυτό. Η απόφαση αυτή δεν απαγορεύει στην Πολιτεία του Μισισίπι να δικάσει τον Φλάουερς για έβδομη φορά.
Σύμφωνα με το ΑΜΝΑ η υπόθεση ξεκίνησε στις 16 Ιουλίου 1996, με τη δολοφονία τεσσάρων υπαλλήλων ενός καταστήματος επίπλων στη Γουαϊνόνα, μια κωμόπολη του Μισισίπι. Περίπου έξι μήνες αργότερα η αστυνομία συνέλαβε τον Κέρτις Φλάουερς, ο οποίος είχε εργαστεί για μικρό διάστημα στο κατάστημα αυτό. Η σύλληψη βασίστηκε σε μαρτυρίες που τον τοποθετούσαν κοντά στο σημείο της δολοφονίας.
Ακολούθησαν οι έξι δίκες του Φλάουερς: στις τρεις πρώτες κρίθηκε ένοχος (στην πρώτη όλοι οι ένορκοι ήταν λευκοί) όμως οι αποφάσεις κατόπιν ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο του Μισισίπι. Στις δύο επόμενες οι ένορκοι δεν κατάφεραν να καταλήξουν ομόφωνα σε απόφαση. Το 2010 όμως, με ενόρκους έντεκα λευκούς και έναν Αφροαμερικανό, του επιβλήθηκε η θανατική ποινή – αυτή είναι η απόφαση που ακυρώθηκε σήμερα.
Οι εισαγγελείς υποστήριζαν ότι ο Φλάουερς ήταν θυμωμένος με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος επειδή τον απέλυσε και του κατακράτησε τον μισθό του για να καλύψει τις ζημιές που είχε κάνει σε κάποιες μπαταρίες.