Η κυβέρνηση, οι εργοδότες και τα συνδικάτα στην Ισπανία υπέγραψαν σήμερα συμφωνία για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 4% το 2018 ώστε να φθάσει τα 992 ευρώ έως το 2020 σε μία από τις πιο δυναμικές οικονομίες της ευρωζώνης.
«Είναι ένα βήμα προς τα εμπρός προκειμένου να διορθώσουμε την ιστορική ανωμαλία» που συνιστά ένας πολύ χαμηλός κατώτατος μισθός, δήλωσε ο γενικός γραμματέας του συνδικάτου CCOO, Ουνάι Σόρντο, ο οποίος πρόσθεσε πως η Ισπανία «υπέφερε από μια οξεία διαδικασία μισθολογικής υποτίμησης» στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Η συμφωνία που υπογράφτηκε σήμερα προβλέπει την αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 825 στα 858 ευρώ (σε διάστημα δώδεκα μηνών) το 2018 και αυξήσεις κάθε χρόνο προκειμένου να φθάσει τα 992 ευρώ το 2020.
Αυτές οι ετήσιες αυξήσεις θα διατηρούνται «όσο η ανάπτυξη φθάνει το 2,5% και η δημιουργία θέσεων εργασίας τις 450.000 τον χρόνο», διευκρίνισε ο επικεφαλής της συντηρητικής κυβέρνησης Μαριάνο Ραχόι.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις, η ανάπτυξη θα φθάσει το 3,1% το έτος αυτό, και, όπως εκτίμησε ο Ισπανός πρωθυπουργός, «δεν θα δημιουργηθούν μισό εκατομμύριο άλλα σχεδόν 600.000 θέσεις εργασίας». «Είναι μια λογική συμφωνία και μια βιώσιμη συμφωνία», είπε.
Το 2017, ο κατώτατος μισθός σημείωσε την πιο ισχυρή αύξηση των τελευταίων τριάντα χρόνων, 8%. Παραμένει ωστόσο πολύ χαμηλός σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο ακαθάριστος SMI στη Γαλλία είναι 1.467 ευρώ, αλλά 618 ευρώ στην Πορτογαλία.
Το ποσοστό ανεργίας, έπειτα από την κορυφή του 27% που κατέγραψε στις αρχές του 2013, υποχώρησε αρκετά αλλά παραμένει το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη μετά εκείνο της Ελλάδας: ήταν 16,4% το τρίτο τρίμηνο.
Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που ενέκρινε το 2012 η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι συνέβαλε στην αναχαίτιση της ανεργίας με τίμημα μια μεγάλη εργασιακή ανασφάλεια.
Η ΜΚΟ Oxfam κατήγγειλε πολλές φορές την αύξηση του αριθμού των «φτωχών εργαζομένων» στην Ισπανία, ενώ η Κεντρική Τράπεζα υπογράμμιζε την αύξηση της μερικής απασχόλησης.
Η Ισπανία κατέχει επίσης το ρεκόρ στην αναλογία προσωρινών συμβολαίων στην ευρωζώνη, περίπου ένα στα τρία.