Έπειτα από τη νέα αποτυχία των συνομιλιών Νετανιάχου-Γκαντζ, ο πρόεδρος του Ισραήλ ζήτησε σήμερα από το κοινοβούλιο να βρει έναν βουλευτή ο οποίος θα μπορούσε να μετακινήσει τις πολιτικές γραμμές με την ελπίδα να δώσει στο Ισραήλ μια κυβέρνηση έπειτα από έναν και πλέον χρόνο πολιτικής κρίσης.
Τα συνεχόμενα… μπρος – πίσω στο Ισραήλ
Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 2ας Μαρτίου, τις τρίτες μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, ο πρόεδρος Ρέουβεν Ρίβλιν ανέθεσε στον Μπένι Γκαντζ την εντολή να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση.
Και εν μέσω πανδημίας του νέου κορονοϊού, ο Μπένι Γκαντζ του κόμματος Kahol Lavan (Μπλε-Λευκό) προκάλεσε την έκπληξη ανοίγοντας τον δρόμο για μια κυβέρνηση «ενότητας και έκτακτης ανάγκης» με τον απερχόμενο πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος κατηγορείται για διαφθορά. Ορκίστηκε ωστόσο να μην μοιραστεί την εξουσία μαζί του, όσο δεν έχει διευθετήσει τις υποθέσεις του με τη δικαιοσύνη.
Οι πολιτικές γραμμές άρχισαν να μετακινούνται. Από αντίπαλος, ο Γκαντζ γινόταν πρώην αντίπαλος. Η ελπίδα για μια κυβερνητική συμφωνία φάνηκε στον ορίζοντα για πολλούς Ισραηλινούς, με άλλους να κατηγορούν ωστόσο τον Γκαντζ, πρώην αρχηγό του επιτελείου στρατού, ότι παρέδωσε τα όπλα.
Το βράδυ της Δευτέρας η εντολή του Γκαντζ έληξε χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία παρά τις εντατικές διαβουλεύσεις. Ο πρόεδρος έβαλε άλλη μια μάρκα στη μηχανή για να δώσει στους δύο άνδρες ένα τελευταίο τελεσίγραφο που έληξε κι αυτό στη διάρκεια της νύχτας — και πάλι χωρίς κυβέρνηση.
«Σας ενημερώνω ότι δεν βλέπω την πιθανότητα να σχηματιστεί κυβέρνηση και ότι αναθέτω τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Κνεσέτ», το ισραηλινό κοινοβούλιο, έγραψε σήμερα το πρωί ο πρόεδρος Ρέουβεν Ρίβλιν.
Τικ – τοκ
Η Κνεσέτ έχει τώρα στη διάθεσή της τρεις εβδομάδες προκειμένου να προτείνει έναν βουλευτή που θα έχει αρκετή υποστήριξη ώστε να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση, την ώρα που τα στρατόπεδα των Νετανιάχου και Γκαντζ λένε ότι συνεχίζουν τις συνομιλίες τους.
Όποιος μιλάει για κυβέρνηση ενότητας, εννοεί ότι τα υπουργικά χαρτοφυλάκια πρέπει να μοιραστούν. Όμως με έναν πρωθυπουργό που δικάζεται οσονούπω για διαφθορά και κατάχρηση εξουσίας σε μια σειρά υποθέσεων, το στρατόπεδο του Μπένι Γκαντζ θέλει «πλήρη έλεγχο» στους δικαστικούς διορισμούς, υπογραμμίζει ο Τζόναθαν Ράινχολντ, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μπαρ-Ιλάν.
«Το κεντρικό ζήτημα βρίσκεται στη νομική σφαίρα», προσθέτει, διευκρινίζοντας πως ο πρωθυπουργός θέλει να διασφαλίσει, σε περίπτωση εναλλαγής της εξουσίας με τον Γκαντζ, ότι θα μπορεί να παραμείνει στην κυβέρνηση, καθώς η ισραηλινή νομοθεσία επιτρέπει να απαγγελθούν κατηγορίες σε έναν πρωθυπουργό, αλλά όχι σε έναν υπουργό.
Οι διαπραγματεύσεις προσκρούουν επίσης στον φόβο του Νετανιάχου ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα τον κρίνει ακατάλληλο να ηγηθεί της κυβέρνησης λόγω των κατηγοριών που τον βαραίνουν και πως ο Μπένι Γκαντς θα αναλάβει μόνος του την πρωθυπουργικής εντολή.
Τα σενάρια
Ένα σενάριο από το οποίο επιχείρησε να προφυλαχθεί απαιτώντας εγγυήσεις που αρνήθηκε να του δώσει ο Γκαντζ, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Ένα άλλο εν δυνάμει θέμα διαφωνίας: το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας. Ο Γκαντζ και ο ακόλουθός του Γκάμπι Ασκενάζι –αμφότεροι πρώην αρχηγοί του στρατού– εκφράζουν αμφιβολίες για μια γρήγορη προσάρτηση από το Ισραήλ της Κοιλάδας του Ιορδάνη στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Πολλοί αναλυτές διερωτώνται αν πράγματι ο Νετανιάχου έχει την πρόθεση να μοιραστεί την εξουσία με τον Γκαντζ.
Προηγούμενος στις δημοσκοπήσεις που του πιστώνουν την καλή διαχείριση της πανδημίας –το Ισραήλ έχει χαρακτηριστεί η πιο ασφαλής χώρα απέναντι στην επιδημία, μπροστά από τη Γερμανία, σύμφωνα με έρευνα της κοινοπραξίας DKV– ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να παίξει καθυστέρηση με σκοπό να προκαλέσει τέταρτες εκλογές και να παραμείνει μέχρι τότε στα ηνία της εξουσίας.
Πόσω μάλλον που εν μέσω lockdown είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς σύντομα το ενδεχόμενο μιας ψηφοφορίας.
Όποιες κι αν είναι οι πραγματικές προθέσεις του Νετανιάχου, «η αναβλητικότητα του πάει πάρα πολύ» εκτιμά ο Γκίντεον Ραχάτ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.
Στο μεταξύ, ο Νετανιάχου μπορεί να ανεβάσει το αντίτιμο για να δεχθεί να μοιραστεί την εξουσία, να προσπαθήσει να προσεταριστεί ορισμένους βουλευτές για να εξασφαλίσει μια πλειοψηφία και να εξασφαλίσει μέσω μιας ψηφοφορίας δικαστική ασυλία ή ακόμη να ετοιμάζεται για νέες εκλογές, γνωρίζοντας ωστόσο πως η άνοδος της δημοτικότητάς του μπορεί μέχρι τότε να διαβρωθεί.
«Κυβέρνηση ενότητας ή εκλογές, αυτές είναι πραγματικά οι δύο επιλογές (…) και το πιο πιθανό σενάριο παραμένει μια κυβέρνηση ενότητας», υπογραμμίζει ο Ράινχολντ για την οποίο ο Μπενιαμίν Νετανιάχου αξιολογεί όλα τα σενάρια σε σχέση με την πολιτική του επιβίωση με σκοπό να αποφύγει «τη φυλακή».