Μία νέα κρίση ανάμεσα στα δύο κόμματα που σχηματίζουν την κυβέρνηση της Ιταλίας προοιωνίζεται σήμερα κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Γερουσία της πρότασης που κατέθεσε το συγκυβερνών Κίνημα των 5 Αστέρων για τον τερματισμό των εργασιών κατασκευής του νέου Τρένου Μεγάλης Ταχύτητας (TAV), που θα συνδέει το Τορίνο με τη Λιόν της Γαλλίας, την οποία όμως έχει δηλώσει ότι θα καταψηφίσει ο εταίρος του, η ξενοφοβική Λέγκα, η οποία δηλώνει θετική στο έργο.
Ο ηγέτης της Λέγκας, δε, αισθανόμενος την παντοδυναμία του μετά τη χθεσινή ψήφιση -από το ίδιο Σώμα- του αμφιλεγόμενου νόμου για την ασφάλεια, όχι μόνο ρίχνει λάδι στη φωτιά στηρίζοντας το έργο και βαθαίνοντας το ρήγμα με τον εταίρο του, αλλά απειλεί με πρόωρες εκλογές: «Θα ξαναζητήσω την ψήφο των Ιταλών εάν διαπιστώσω με βεβαιότητα πως οι δρόμοι της Λέγκας και του Κινήματος είναι ήδη διαφορετικές σε θέματα όπως η εργασία, η ενέργεια, η εκπαίδευση».
Οι «Γκριλίνι» του Κινήματος διαθέτουν μία δύναμη 107 γερουσιαστών, όμως η Λέγκα, μην ψηφίζοντας την πρόταση των 5 Αστέρων, συμβάλλει με τους 58 γερουσιαστές της στη θετική αντιπρόταση της αντιπολίτευσης. Το καθένα από τα υπόλοιπα κόμματα, Δημοκρατικό Κόμμα (PD-51 έδρες), Forza Italia (61 έδρες) και Αδέλφια της Ιταλίας (FdI-18) έχουν καταθέσει κι αυτά προτάσεις ευνοϊκές στην κατασκευή του TAV.
Ωστόσο, στη σημερινή ψηφοφορία θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη την ισορροπία των πολιτικών δυνάμεων και την εσωτερική διαφωνία στους κόλπους του PD. Οι ακόλουθοι του πρώην πρωθυπουργού, Ματέο Ρέντσι, ζητούν να υποστηριχθεί το έργο, ενώ ο νυν γγ του, Νικόλα Τζινγκαρέτι, έχει ζητήσει από τους γερουσιαστές να μην το στηρίξουν προκειμένου να διευρυνθεί το ρήγμα ανάμεσα στο Κίνημα και τη Λέγκα.
Ενώπιον της προοπτικής να διασπαστεί η κυβέρνηση και να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές, το Κίνημα των 5 Αστέρων προσπαθεί να υποβαθμίσει τη σημασία της σημερινής ψηφοφορίας, υποστηρίζοντας πως η πρότασή του στη Γερουσία στρέφεται κατά του Κοινοβουλίου, που άνοιξε τον δρόμο για την εκτέλεση του έργου, και όχι ενάντια στην κυβέρνηση. Αλλά και ο πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε, συντάσσεται με αυτήν την άποψη: «Δεν είναι μία κριτική για την κυβέρνηση ή για το πρόσωπό μου». Λεπτές σημασιολογικές διακρίσεις, που όμως δεν δέχεται ο Σαλβίνι, ο οποίος τονίζει πως πρόκειται για μία σαφή έκφραση του «ναι» ή του «όχι», που θα αποσαφηνίσει τη συνεννόηση και την πορεία της κυβέρνησης. Ιδίως τώρα, που μετά την έγκριση του νόμου για την ασφάλεια, που ο ίδιος, κομπάζοντας, χαρακτήρισε «ως ένα λειτουργικό μοντέλο που μπορούμε να εξάγουμε στο επίπεδο της ΕΕ για να αποκτήσουμε αυτό το ποιοτικό άλμα στις σχέσεις και τη συνεργασίας μας για τις επαναπροωθήσεις προς τις τρίτες χώρες», ο Σαλβίνι αισθάνεται όσο ποτέ άλλοτε κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού.