Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή, 17 από τα έγχορδα όργανα της εκκλησίας της «Λα Πιετά» της Βενετίας, της διάσημης κι ως «εκκλησιάς του Βιβάλντι», ταξίδεψαν σε μία άλλη πόλη, την Κρεμόνα, για να ακουστούν σε μία συναυλία, λίγο πριν την παράστασή τους στον ίδιο τον ναό, με την τόσο ιδιαίτερη και μοναδική ακουστική, στις 12 Σεπτεμβρίου.
Η συναυλία στη Λα Πιετά θα αποτελέσει συνάμα κι έναν φόρο τιμής στον διαλεκτό συνθέτη, καθώς ήταν τον Σεπτέμβριο του 1703 που ο Αντόνιο Βιβάλντι ξεκίνησε να διδάσκει μουσική στο ορφανοτροφείο που ανήκει ο ναός. Στις αρχές του 18ου αιώνα, το ορφανοτροφείο είχε αγοράσει πάνω από 100 μουσικά όργανα, έγχορδα και πνευστά. Από αυτά διατηρούνται περισσότερα από 20.
Οι τρόφιμες – σολίστες του ορφανοτροφείου υπήρξαν πραγματικά: η Άννα Μαρί του βιολιού και η Προυντέντσα της θεόρβης. Η ίδια τους η ιστορία: πως κατέληξαν εκεί, πως δημιούργησαν την προσωπική τους φήμη, αλλά και οι λεπτομέρειες της κατοπινής τους ζωής, εξακολουθούν να σαγηνεύουν τους ρέκτες των παρασκηνίων της μουσικής ιστορίας. Ο θρύλος της Άννας Μαρίας εξακολουθεί να σαγηνεύει όποιον παρίσταται στα κοντσέρτα που ακόμη δίνονται στην μοναδική αυτή εκκλησία, με το οβάλ εσωτερικό της και τον θόλο της, που τις νωπογραφίες του φιλοτέχνησε ο Τζανμπατίστα Τιέπολο, τους γλυπτούς αγγέλους του ο Τζοβάνι Μαρία Μορλάιτερ. Μία εκκλησία που ίσαμε σήμερα δεν έχει σταματήσει να διατηρεί ζωντανή την παρουσία της στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης, είτε μουσικά, είτε εικαστικά, είτε λογοτεχνικά.
Παραδοσιακά, η συλλογή τούτη είναι γνωστή ως «τα βιολιά του Βιβάλντι». Όπως κάθε τι που περιστρέφεται στα γεγονότα της ζωής του ασύγκριτου συνθέτη, ο θρύλος συμπλέκεται με την πραγματικότητα. Τίποτε δεν μπορεί να βεβαιώσει με απόλυτο τρόπο πως είναι τα ίδια όργανα που ο συνθέτης των «Τεσσάρων Εποχών» (και μη λησμονούμε και το πέμπτο κοντσέρτο του «Την Καταιγίδα», που κατά τους ειδικούς ανήκει στην ίδια περιωπή με τα άλλα τέσσερα) αγόρασε προκειμένου να πραγματοποιεί τα ξακουστά μαθήματα μουσικής που κάθε εβδομάδα έδινε στις τροφίμους. Το βέβαιο είναι, όπως τεκμαίρουν τα γεγονότα, τα κατάστιχα, οι επιστολές και τα λογιστικά βιβλία, πως τα όργανα, ή η αγορά τους, είναι σύγχρονες με τη βιβαλντιανή εποποιΐα. Εκείνο όμως που είναι βεβαιωμένο είναι πως, αντίθετα με τον θρύλο, εκτός από τα βιολιά Γκουαρνιέρι του 1694, ή το βιολοντσέλο Γκοφρίλερ του 1708, μεταξύ των οργάνων δεν υπήρξε ποτέ ένα Στραντιβάριους.
Με τη συναυλία, στις 12 Σεπτεμβρίου, θα οργανωθεί από το Λα Πιετά, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Βιβάλντι και την όπερα του Λα Φενίτσε, μία μεγάλη έκθεση που θα διηγείται τη μεγάλη περιπέτεια, από τη μελέτη του ρεπερτορίου έως την αποκατάσταση των οργάνων του ιδρύματος.
Για τη συντήρηση των νωπογραφιών του Τιέπολο ανέβηκε στη Βενετία μία μεγάλη ομάδα ειδικών από τις εργασίες στην Πομπηΐα. Για τις εργασίες αποκατάστασης είχε στηθεί μία γιγαντιαία σκαλωσιά, μοναδική στο είδος της. Αναθυμιάσεις από κεριά, θυμιατά, υγρασία, έως και τσιμπήματα από τα «μυσαρά» περιστέρια, καθαρίστηκαν για να δώσουν το σημερινό λαμπερό αποτέλεσμα και να αποκαλύψουν τα ιδιαίτερα γαλάζια και τα μοναδικά γκρίζα του δεξιοτέχνη Τιέπολο, που γνώριζε όσο κανείς άλλος να αποδώσει τις επουράνιες σχεδόν κινήσεις των προσώπων που απεικόνιζε, κάνοντάς τες να αποδίδουν μουσικές κινήσεις ανάλογα με τους ήχους και τον ρυθμό των οργάνων.
Ο Τιέπολο γνώριζε τι έκανε και το εκτελούσε ενσυνείδητα και σε βάθος. Ήδη από την εποχή που ζωγράφιζε τα ‘φρέσκα’ του, τα μουσικά όργανα του Βιβάλντι θεωρούνταν παμπάλαια, όμως η ευγένεια του ήχου τους έκανε την εκκλησιά να γεμίζει από θαμώνες των συναυλιών τους. Οι χώροι τους δεν έφθαναν για να χωρέσουν το πλήθος και γι’ αυτό επιστρατεύονταν οι εξωτερικοί χώροι και τα γειτονικά κανάλια γέμιζαν από γόνδολες με ανθρώπους που ήθελαν να ακούσουν τη θεία μουσική.
Ο λογότυπος του ιδρύματος του ορφανοτροφείου είναι το μισό της απεικόνισης του Ρόδου των Ανέμων. Και τούτο γιατί, οι αναξιοπαθούσες μητέρες που άφηναν τα μωρά τους στο ορφανοτροφείο, άφηναν το μισό από μία εικονίτσα αγίου, μία στάμπα, ένα σχέδιο στα ρούχα του παιδιού και το άλλο το κρατούσαν εκείνες, μήπως στα κατοπινά χρόνια γυρνούσαν για να αναζητήσουν και να ξανασφίξουν στην αγκαλιά τους το ίδιο τους το βλαστάρι και το χρησιμοποιούσαν ως σημάδι αναγνώρισης.
Η πρόσοψη της Λα Πιετά τα τελευταία χρόνια καλύπτεται από ένα τεραστίων διαστάσεων πλαίσιο, όπου πάνω του αναρτώνται διαφημίσεις. Το γεγονός αυτό προκαλεί αποτροπιασμό στους άδολους θαυμαστές της αρχιτεκτονικής και της τέχνης. Όμως κατ’ άλλους είναι ένα αναπόφευκτο κακό, γιατί χωρίς τις πλουσιοπάροχες διαφημίσεις, ο ναός θα είχε αρχίσει να καταρρέει, και ούτε η πανάκριβη συντήρησή του, όπως και η διατήρηση των συλλογών του, θα ήσαν εφικτές.
Στην πλαϊνή και σκοτεινή πλευρά του ναού, ο επισκέπτης εισέρχεται στον χώρο των θησαυρών του και στα άδυτά του. Κανείς δεν φαντάζεται τους πολύπλοκους μαιάνδρους του λαβύρινθου αυτού από στοές, εσοχές, τοξοτές παρόδους και διαδρόμους, που συνθέτουν την κάτοψη του ιδρύματος, που χρονολογείται από το 1346. Ούτε οι πόλεμοι, οι επιδημίες, οι καταστροφές, τα καπρίτσια των Δόγηδων, η λαίλαπα του Ναπολέοντα και τα μύρια όσα έχει δει και βιώσει η «Γαληνότατη» στη μακραίωνη Ιστορία της έχουν εμποδίσει τις δραστηριότητες του ορφανοτροφείου. Η εγκατάλειψη των βρεφών είναι πάντοτε συντονισμένη με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και τα χρονικά του ιδρύματος το πιστοποιούν. Το ίδιο διατήρησε τον κοσμικό χαρακτήρα του και πάλεψε ανά τους αιώνες γι’ αυτό. Από το 1900, το ίδρυμα Λα Πιετά είχε ξεκινήσει και μία άλλη καινοτομία: να παρέχει ξενώνα και στις μητέρες.