Σε φυλακές στην Καμπότζη πέθανε σε ηλικία 77 ετών ο πρώην αρχιβασανιστής «Ντουκ», διοικητής του πιο τρομερού κέντρου κράτησης υπό το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ και καταδικασμένος σε ισόβια.
Ο Κανγκ Γκουεκ Ιβ, γνωστός στην Καμπότζη ως «Ντουκ», πέθανε δήλωσε ο Νετ Φέκτρα, εκπρόσωπος του υπό την αιγίδα του ΟΗΕ δικαστηρίου που δικάζει τους βασικούς αξιωματούχους των Ερυθρών Χμερ.
Καμιά διευκρίνιση δεν δόθηκε για τα αίτια του θανάτου του.
«Έπασχε εδώ και χρόνια από μια πνευμονική νόσο», διευκρίνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο πηγή που ζήτησε να μην κατονομασθεί.
Ο Ντουκ ήταν ο διευθυντής της Τουόλ Σλενγκ ή S21, της διαβόητης κεντρικής φυλακής της Πνομ Πενχ, όπου 15.000 άνθρωποι υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και στη συνέχεια εκτελέσθηκαν από τους Ερυθρούς Χμερ.
Η ακραία μαοϊστική δικτατορία των Ερυθρών Χμερ εγκαθιδρύθηκε στις 17 Απριλίου 1975 και κατέρρευσε στις 7 Ιανουαρίου 1979 κάτω από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης του σοσιαλιστικού Βιετνάμ. Στο μεταξύ διάστημα είχαν σκοτωθεί περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι.
Ο Κανγκ Γκουέκ Ιβ ήταν ο πρώτος Ερυθρός Χμερ που καταδικάσθηκε από δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου.
Πρωτοδίκως του επιβλήθηκε το 2010 ποινή κάθειρξης 30 ετών. Στη συνέχεια, δύο χρόνια αργότερα, σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε σε ισόβια.
Ο Ντουκ γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1942 σ’ ένα χωριό της επαρχίας Κομπόνγκ Θομ, βόρεια της Πνομ Πενχ, και ήταν καθηγητής μαθηματικών πριν ενταχθεί το 1967 στους Ερυθρούς Χμερ.
Μετά την πτώση του καθεστώτος συνέχισε να ανήκει στο κίνημα και μετά εργάσθηκε για ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Αφού κρυβόταν για χρόνια, εντοπίσθηκε το 1999 από έναν ιρλανδό φωτογράφο, τον Νικ Ντάνλοπ, και συνελήφθη.
Μπροστά στους δικαστές του, κατά την πρώτη δίκη του, εξήγησε δια μακρών τη σημασία του όγκου των εγγράφων που ανακαλύφθηκαν στη φυλακή μετά την πτώση του καθεστώτος και τη διαδικασία κατά την οποία οι βασανισμένοι μεταφέρονταν στη συνέχεια σ’ έναν τόπο εκτέλεσης σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από εκεί.
Ο Ντουκ ασπάσθηκε τον χριστιανισμό στα χρόνια του 1990, ζήτησε συγγνώμη από τους λίγους επιζώντες και τις οικογένειες των θυμάτων και αποδέχθηκε την καταδίκη του «στην αυστηρότερη ποινή».
Όμως ο κατηγορούμενος στη συνέχεια εγκατέλειψε αυτή τη στρατηγική των ομολογιών και της συνεργασίας με τη δικαιοσύνη και ζήτησε την απελευθέρωσή του αυτοχαρακτηριζόμενος απλός γραμματέας του καθεστώτος.
Η εισαγγελία περιέγραψε «τον ενθουσιασμό και την επιμέλεια με την οποία έφερνε σε πέρας καθεμιά από τις αποστολές του», αλλά επίσης την «υπερηφάνειά» του για το γεγονός ότι διηύθυνε το κέντρο βασανιστηρίων καθώς και «την αδιαφορία του για τα βάσανα» των άλλων.
Ο γάλλος εθνολόγος Φρανσουά Μπιζό, ο οποίος παρέμεινε για τρεις μήνες το 1971 κρατούμενος του Ντουκ στη ζούγκλα, έκανε λόγο για «τη θεμελιώδη ειλικρίνεια ενός ανθρώπου (…) έτοιμου να δώσει τη ζωή του για την Επανάσταση και ο οποίος έφερνε σε πέρας την αποστολή που του είχε ανατεθεί».
Στο τέλος ο Ντουκ δεν είχε «καμιά τύψη», εκτιμά ο Γιουκ Σανγκ, επικεφαλής του Κέντρου Τεκμηρίωσης της Καμπότζης, ενός ερευνητικού οργανισμού που παρέσχε πολυάριθμες αποδείξεις στο δικαστήριο. Ελπίζω ότι ο θάνατός του «θα φέρει λίγη ανακούφιση στους επιζώντες και ότι οι νεκροί θα μπορέσουν επιτέλους να αναπαυθούν εν ειρήνη».
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ