Το κέντρο της πόλης αποκλεισμένο, μηχανές φορτηγών που λειτουργούν διαρκώς, 24 ώρες το 24ωρο, μια συνεχής οχλοβοή από το πλήθος που αντιτίθεται στα υγειονομικά μέτρα: οι κάτοικοι της Οτάβας, στον Καναδά, δεν αναγνωρίζουν πια την πόλη τους, αυτήν που κάποτε την κορόιδευαν για την… υπερβολική ησυχία της. Ακόμη και εκείνοι που κατανοούν τους λόγους του κινήματος, θεωρούν πλέον ότι «παρατράβηξε».
Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά είναι στο επίκεντρο ενός κινήματος διαμαρτυρίας που ξεκίνησε από τους φορτηγατζήδες. Αφορμή, ο υποχρεωτικός εμβολιασμένων των οδηγών που κάνουν διασυνοριακές μεταφορές.
Εκατοντάδες φορτηγά κατέλαβαν τους δρόμους του κέντρου και η κατάσταση βρέθηκε σύντομα «εκτός ελέγχου», σύμφωνα με τον δήμαρχο που κήρυξε την πόλη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
«Μου έλεγαν: θα δεις, η Οτάβα είναι σαν υπνωτήριο, σε σύγκριση με το Μόντρεαλ ή το Τορόντο», σχολίασε χαμογελώντας ο Σεντρίκ Μπουαγιέ, ένας Γάλλος που εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα πριν από δύο χρόνια και ποτέ δεν φανταζόταν ότι «θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο εδώ».
Στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, κάποιοι ζητούν «Να κάνουμε ξανά βαρετή την Οτάβα», παραφράζοντας το προεκλογικό σλόγκαν του Ντόναλντ Τραμπ, του Ρεπουμπλικάνου πρώην προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος έχει εκφράσει τη στήριξή του στο κίνημα των Καναδών φορτηγατζήδων.
«Στη δημοκρατία, ο καθένας έχει το δικαίωμα στη δική του άποψη και το δικαίωμα να την εκφράζει. Όμως εκεί που αρχίζει το πρόβλημα, είναι όταν η ελευθερία κάποιων καταπατά την ελευθερία των άλλων», σχολίασε ο Μπουαγιέ, εκφράζοντας την ανησυχία του για τους ανθρώπους που «χάνουν χρήματα». Στο κέντρο της πόλης, πολλά καταστήματα και εστιατόρια (τα οποία είχε μόλις επιτραπεί να ξαναλειτουργήσουν), παραμένουν κλειστά.
Αναβρασμός στην Οτάβα
Η Λάιζα Βαν Μπιούρεν, 55 ετών, που κατοικεί στα βόρεια προάστια, ανησυχεί από την πλευρά της για την «οργή» που υπάρχει στη χώρα. «Υπάρχει πραγματικά θυμός, δεν πρέπει να τον υποτιμούμε», είπε.
Σε επιστολή του προς τον Καναδό πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό, ο δήμαρχος της Οτάβας Τζιμ Γουότσον περιγράφει μια «επιθετική και γεμάτη μίσος κατοχή των συνοικιών μας». «Οι άνθρωποι ζουν με το φόβο», εξήγησε, κάνοντας λόγο για «ψυχολογικό πόλεμο» από τα συνεχή κορναρίσματα.
Μετά την προσφυγή ορισμένων κατοίκων στη δικαιοσύνη, ο θόρυβος από τα κορναρίσματα σταμάτησε, αλλά αντικαταστάθηκε από το βουητό των μηχανών. Οι κάτοικοι έχουν καταθέσει συλλογική αγωγή κατά των διοργανωτών της κινητοποίησης, ζητώντας αποζημίωση ύψους 10 εκατομμυρίων δολαρίων Καναδά.
«Έλεγαν ότι στηρίζονται από πολλούς. Έχω την εντύπωση ότι δεν είναι παρά μια θορυβώδης μειοψηφία που μας κάνει να χάνουμε την υπομονή μας», είπε ο Πάτρικ Λάι, ένας 30χρονος γιατρός. «Καταλαβαίνω από πού προέρχεται η αντίθεσή τους, όμως, εγώ ως επαγγελματίας του τομέα της υγείας, όταν λένε ‘έκανα την έρευνά μου’ (σ.σ. για τα εμβόλια), διαισθάνομαι ότι δεν μιλάμε για τις ίδιες έρευνες», πρόσθεσε.
Ο Λάι ανησυχεί κυρίως για τον αποκλεισμό της γέφυρας του Αμπάσαντορ, μιας ζωτικής σημασίας εμπορικής διόδου με τις ΗΠΑ. Οι φορτηγατζήδες «κάνουν ακριβώς το αντίθετο» από αυτό που λένε ότι υπερασπίζονται, αφού ο αποκλεισμός της γέφυρας βλάπτει περισσότερο τις εμπορικές συναλλαγές, απ’ ό,τι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των οδηγών, εξήγησε.
«Τους στήριζα στην αρχή όμως τώρα, φτάνει, κράτησε αρκετά», είπε μια 74χρονη συνταξιούχος, η Σέριλ Μέρφι, που κατοικεί στο κέντρο της πόλης. «Αν είχε έρθει ο Τριντό να τους μιλήσει στην αρχή, ίσως να μην είχαν συμβεί όλα αυτά», συνέχισε, προσθέτοντας ότι «δεν ήταν σωστό που κρύφτηκε» ο πρωθυπουργός.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
Φωτογραφίες: Reuters.