Το κάστρο του Κολοσσίου, γνωστό και σαν Κούλας, είναι ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά έργα που σώζονται στη Κύπρο, από την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Η ιστορία του κάστρου συνδέεται με σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της Κύπρου, όπως η κατάληψη του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και αργότερα από τα τάγματα των Ναϊτών και Ιωαννιτών.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κατά τον 12ο αιώνα, το φέουδο του Κολοσσίου παραχωρήθηκε στον Γάλλο ευγενή Γκαρίνους ντε Κόλος, από τον οποίο πήρε και το όνομα του το χωριό.
Το 1210 ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος ο Α΄ αγόρασε το φέουδο του Κολοσσίου και το μεταβίβασε στο τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (Ιωαννίτες Ιππότες) οι οποίοι έκτισαν το πρώτο μικρότερο φρούριο στο Κολόσσι. Το φρούριο αποτέλεσε το κέντρο της στρατιωτικής τους διοίκησης (Μεγάλη Κομμανδαρία).
Στις αρχές του 13ου αιώνα ξεκίνησε να οικοδομείται και ο οικισμός της περιοχής που αποτέλεσε το χωριό Κολόσσι.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το 1427 το φρούριο καταστράφηκε από επιδρομές των Μαμελούκων της Αιγύπτου. Το 1454, υπό τον διοικητή του τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών Louis de Magnac, κατασκευάστηκε το υφιστάμενο φρούριο, το μεσαιωνικό Κάστρο Κολοσσίου, πάνω στα ερείπια του προηγούμενου.
Το οικόσημο του Magnac βρίσκεται εντοιχισμένο στον ανατολικό τοίχο του φρουρίου.
Το φρούριο ήταν πολύ ισχυρό και πρόσφερε ικανοποιητική ασφάλεια στην περιοχή. Οι τέσσερις πλευρές του έχουν μήκος 16 μέτρα η κάθε μια και οι τοίχοι έχουν πάχος 1.25 μέτρα. Το ύψος του είναι 21 μέτρα. Η εξαιρετική στερεότητα που το χαρακτηρίζει στάθηκε ικανή να το προστατεύσει στο διάβα των αιώνων και από πολλούς ισχυρούς σεισμούς.
Το φρούριο αποτελείται από τρία πατώματα. Το πρώτο (ισόγειο), το δεύτερο και το τρίτο πάτωμα. Το ισόγειο χρησιμοποιείτο σαν αποθήκη και διαιρείται σε τρεις χώρους με μυτερούς θόλους ίσους μεταξύ τους. Στους δύο από τους τρεις χώρους υπάρχουν τα στόμια υδατοδεξαμενών.
Το δεύτερο πάτωμα διαιρείται σε δύο μεγάλες αίθουσες. Στη δυτική αίθουσα υπάρχει ένα μεγάλο απλό τζάκι που φανερώνει πως αυτή χρησίμευε ως κουζίνα. Στην άλλη αίθουσα στην οποία οδηγεί η πετρόκτιστη είσοδος υπάρχει μια τοιχογραφία 2.5 Χ 2.5 μέτρα και παριστάνει τη σταύρωση του Ιησού έχοντας στη μια πλευρά την Παναγία και στη άλλη πλευρά τον Άγιο Ιωάννη. Στη κάτω αριστερή γωνιά της τοιχογραφίας βρίσκεται το οικόσημο του Louis de Magnac.
Παλαιότερα η είσοδος στο δεύτερο πάτωμα εξασφαλιζόταν με μια κρεμαστή γέφυρα στη νότια πλευρά η οποία καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε το 1933 με πέτρινη σκάλα. Στο μέσο περίπου της ανατολικής πλευράς του δεύτερου πατώματος υπάρχει πέτρινη σκάλα που οδηγεί στο ισόγειο. Στη νοτιοανατολική γωνιά του δεύτερου πατώματος υπάρχει μια δεύτερη πέτρινη κυκλική σκάλα που έχει σχήμα ανεμόσκαλας και αποτελείται από 33 σκαλοπάτια, σε οδηγεί στο τρίτο πάτωμα και στην οροφή.
Στο τρίτο πάτωμα βρισκόταν η κατοικία του μεγάλου διοικητή ή του υπολοχαγού του. Τούτο αποτελείται από δύο μεγάλες αίθουσες και στη κάθε μια υπάρχουν περίτεχνα τζάκια που φέρουν το τρίφυλλο έμβλημα του Louis de Magnac. Τα δύο αυτά δωμάτια φωτίζονται με οκτώ παράθυρα, τέσσερα στο κάθε δωμάτιο τετραγωνικού σχεδόν σχήματος και με αψιδωτό το πάνω μέρος και με πέτρινα καθίσματα στα πλευρά.
Από το τρίτο πάτωμα η πέτρινη σκάλα οδηγεί στην οροφή του φρουρίου που έχει τετράγωνο σχήμα. Η οροφή προστατευόταν από 19 πολεμίστρες που βρίσκονται στις τέσσερις πλευρές της και τη ζεματίστρα. Η ζεματίστρα ή φονιάς προεξέχει από το κτίριο με πέντε ανοίγματα, που έχουν διαστάσεις 40 Χ 40 εκατοστά και καταλαμβάνουν συνολικά μήκος 3 μέτρων. Από αυτά οι υπερασπιστές του φρουρίου έριχναν ζεματισμένο λάδι ή νερό για να εμποδίσουν την είσοδο του εχθρού στο φρούριο. Η ζεματίστρα βρίσκεται ακριβώς πάνω από την είσοδο του φρουρίου.
Στην ανατολική πλευρά του φρουρίου υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα που έχει σχήμα μεγάλου σταυρού και φέρει μέσα στο κέντρο θυρεό (έμβλημα σε σχήμα ασπίδας) που διαιρείται σε τέσσερα διαμερίσματα και παριστάνει το τότε πλήρες οικόσημο των Λουζινιανών της Κύπρου. Το πρώτο διαμέρισμα παριστάνει το έμβλημα της Ιερουσαλήμ, το οποίο απεικονίζει ένα μεγάλο σταυρό ανάμεσα σε τέσσερις μικρότερους σταυρούς.
Το δεύτερο διαμέρισμα παριστάνει το παλιό οικόσημο των Λουζινιανών και απεικονίζει ραβδωτό τετράγωνο σε ένα ανορθούμενο λιοντάρι.
Το τρίτο διαμέρισμα παριστάνει το έμβλημα της Κύπρου και απεικονίζει ανορθούμενο λιοντάρι πάνω σε χρυσό πλαίσιο ενώ το τέταρτο διαμέρισμα παριστάνει το έμβλημα της Αρμενίας και απεικονίζει ένα κόκκινο ανορθούμενο λιοντάρι πάνω σε ασημένιο πλαίσιο.
Πάνω από το θυρεό υπάρχει στέμμα, ενώ στις δύο πλευρές του βασιλικού οικοσήμου των Λουζινιανών βρίσκονται τα οικόσημα των δύο μεγάλων μαγίστρων του τάγματος των Ιωαννιτών.
Στα νότια ακριβώς του κυρίως οικοδομήματος του κάστρου υπάρχει περιτειχισμένη αυλή. Υπάρχουν επίσης τα ερείπια βοηθητικού οικοδομήματος στην νοτιοδυτική πλευρά του κτιρίου που πιθανώς χρησιμοποιείτο σαν αποθήκη και στάβλος.
Στα ανατολικά του κάστρου, βρίσκονται τα κατάλοιπα εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο που εκαλλιεργείτο σε μεγάλες φυτείες στη περιοχή. Οι εγκαταστάσεις που χρονολογούνται από τον 14ον αιώνα αποτελούνται από τρεις βασικούς και άλλους βοηθητικούς χώρους που καλύπτουν έκταση 150 περίπου τετραγωνικών μέτρων.
Το κυριότερο οικοδόμημα είναι το εργοστάσιο επεξεργασίας της ζάχαρης που είναι μια μακρόστενη πετρόκτιστη καμαροσκέπαστη αίθουσα. Από επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη νότια εξωτερική πλευρά του κτιρίου γνωρίζουμε ότι τούτο επιδιορθώθηκε το 1591 όταν κυβερνήτης της Κύπρου ήταν ο Πασάς Μουράτ.
Στα βόρεια της αίθουσας αυτής βρίσκονται τα ερείπια του νερόμυλου και του υδραγωγείου. Το υδραγωγείο που σώζεται σε καλή σχετικά κατάσταση ετροφοδοτείτο με νερό από τον Κούρη ποταμό. Το νερό του έθετε σε λειτουργά τον νερόμυλο που άλεθε το ζαχαροκάλαμο με τη δύναμη που αποκτούσε πέφτοντας από ένα ύψος 7 μέτρων περίπου στη φτερωτή του μύλου. Σώζεται η τεράστια μυλόπετρα, διαμέτρου 3.20 μέτρων στην ανατολική πλευρά του μύλου.