Το δικαστήριο απεφάνθη ότι ο 85χρονος Εντουάρντο Βέλα είναι ένοχος για το έγκλημα της απαγωγής ενός παιδιού, για ψεύτικο τοκετό και για πλαστογράφηση επίσημων εγγράφων, αλλά οι κατηγορίες σε βάρος του παραγράφηκαν μετά την ενηλικίωση του μωρού το 1987.
Κατά του Βέλα προσέφυγε η Ινές Μαδριγάλ, 49χρονη υπάλληλος των σιδηροδρόμων, κατηγορώντας τον ότι τη χώρισε από τη βιολογική της μητέρα και ότι πλαστογράφησε το πιστοποιητικό γέννησής της τον Ιούνιο του 1969 για να τη δώσει σε μια γυναίκα που ήταν στείρα.
Το πιο σοβαρό έγκλημα, αυτό της απαγωγής, για το οποίο προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατά του Βέλα η Μαδριγάλ τον Απρίλιο του 2012, είχε ήδη παραγραφεί όταν έγινε η προσφυγή, καθώς είχαν ήδη περάσει 10 χρόνια από τότε που διαπράχθηκε.
Ο Βέλα είναι ο πρώτος άνθρωπος που δικάζεται στο πλαίσιο της υπόθεσης των “κλεμμένων μωρών”, δεκαετίες αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο με τα νεογέννητα που αξιωματούχοι έπαιρναν από τις “ακατάλληλες” μητέρες τους -συχνά κομμουνίστριες ή αριστερές- για να τα εμπιστευθούν σε θετές οικογένειες υπό το καθεστώς του Φράνκο.
Ο γιατρός, ο οποίος είχε από καιρό καταγγελθεί από τον Τύπο και ενώσεις, κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου χάρη στη μαρτυρία της μητέρας της Ινές Μαδριγάλ, της Ινές Πέρεθ, η οποία έχει πλέον πεθάνει.
Η τελευταία, η οποία δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδί, αφηγήθηκε πως ο γιατρός Βέλα της είχε προτείνει να της δώσει ένα μωρό. Της είχε ζητήσει να προσποιηθεί πως ήταν έγκυος και μετά την είχε δηλώσει ως τη βιολογική μητέρα του νεογέννητου.
Ενώπιον του ανακριτή, ο γιατρός είχε παραδεχθεί το 2013 πως είχε υπογράψει “χωρίς να κοιτάξει” τον ιατρικό φάκελο που αναφέρει πως είχε παρευρεθεί στον τοκετό.
Οι περιπτώσεις όπως αυτή μπορεί να ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες, σύμφωνα με τις ενώσεις που μάχονται για να πέσει φως σ’ αυτό το λαθρεμπόριο που άρχισε υπό τη δικτατορία του Φρανσίσκο Φράνκο (1939-1975), συχνά με τη συνέργεια της Καθολικής εκκλησίας.
Κλεμμένα μωρά: Τα δήλωναν νεκρά και τα έδιναν
Τα παιδιά αποσπούνταν από τους γονείς τους μετά τον τοκετό, δηλώνονταν νεκρά χωρίς να δοθεί κάποια απόδειξη γι’ αυτό στους γονείς τους και υιοθετούνταν από στείρα ζευγάρια, κατά προτίμηση προσκείμενα στο “εθνικο-Καθολικό” καθεστώς.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1936-1939), ο στόχος ήταν να τιμωρηθούν αντιπολιτευόμενες γυναίκες που κατηγορούνταν ότι μετέδιδαν το “κόκκινο γονίδιο” του μαρξισμού, σύμφωνα με την Σολεδάδ Λούκε, πρόεδρο της ένωσης “Όλα τα κλεμμένα παιδιά είναι και δικά μου παιδιά”.
Έπειτα, από τη δεκαετία του 1950 και μετά, έγιναν περισσότερο στόχοι τα παιδιά που γεννιούνταν εκτός γάμου ή σε φτωχές ή πολυμελείς οικογένειες.
Το λαθρεμπόριο αυτό συνεχίστηκε στη δημοκρατία, τουλάχιστον μέχρι το 1987, για λόγους “σχεδόν καθαρά οικονομικούς”, σύμφωνα με την ίδια.
Όμως παρά την έκταση του σκανδάλου, το οποίο καταγγέλθηκε για πρώτη φορά στον Τύπο το 1982, καμιά από τις περισσότερες από 2.000 προσφυγές που κατατέθηκαν, σύμφωνα με τις ενώσεις, δεν έφθασε στα δικαστήρια.
Το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε στην Αργεντινή στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας που διήρκεσε από το 1976 μέχρι το 1983. Οι αρχές άρπαξαν περίπου 500 νεογέννητα από κρατούμενες και τα έδωσαν για υιοθεσία σε οικογένειες στρατιωτικών ή πολιτών που στήριζαν τη δικτατορία.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ