Ο Νίκολας Κέισι, δημοσιογράφος της εφημερίδας The New York Times, έκανε γνωστό χθες Κυριακή ότι εγκατέλειψε την Κολομβία εξαιτίας των «ψευδών κατηγοριών» του κυβερνώντος κόμματος σε βάρος του έπειτα από ένα άρθρο που έγραψε για τον στρατό της λατινοαμερικάνικης χώρας.
Στοχοποίηση και «αυτοεξορία»…
«Πήρα την απόφαση να μείνω εκτός της χώρας εξαιτίας των κατηγοριών που διατυπώθηκαν χθες μέσω Twitter από την [γερουσιάστρια της συμπολίτευσης] Μαρία Φερνάντα Καμπάλ και αναπαράχθηκαν από πολλούς πολιτικούς τις τελευταίες 24 ώρες», ανέφερε ο Κέισι σε ανακοίνωσή του που εστάλη στον Τύπο.
Στο ρεπορτάζ του με τίτλο «Οι νέες διαταγές που δόθηκαν στον στρατό να σκοτώνει προκαλούν ανατριχίλα στους άνδρες του», που δημοσιεύθηκε το Σάββατο, ο δημοσιογράφος αποκαλύπτει πως η διοίκηση των ένοπλων δυνάμεων απαιτεί οι άνδρες των μονάδων τους να «διπλασιάσουν» τον αριθμό των απωλειών και των αιχμαλωτίσεων στη μάχη, χωρίς να απαιτεί ούτε «τελειότητα» ούτε απόλυτη «ακρίβεια» όταν «εκτελούνται θανατηφόρες επιθέσεις». Ο Κέισι εξηγεί ότι μπόρεσε να συμβουλευτεί έγγραφα του στρατού και ότι πήρε συνεντεύξεις από αξιωματικούς.
Η γερουσιάστρια Καμπάλ, μέλος του κυβερνώντος κόμματος [του Δημοκρατικού Κέντρου], μεταφόρτωσε στο Twitter φωτογραφίες του δημοσιογράφου και έγραψε: «Ιδού ο “δημοσιογράφος” Κέισι, που έκανε περιοδεία το 2016 με (μέλη της τότε οργάνωσης ανταρτών) FARC στη ζούγκλα. Πόσο τον πλήρωσαν για αυτό το ρεπορτάζ εναντίον του στρατού της Κολομβίας;».
Este es el “periodista” Nicholas Casey, que en 2016 estuvo de gira con las farc en la selva.
¿Cuánto le habrán pagado por este reportaje? ¿Y por el de ahora, contra el ejército de Colombia? #CaseyEsFakeNews pic.twitter.com/EQdhqM2i1c— María Fernanda Cabal (@MariaFdaCabal) May 18, 2019
Η ανάρτηση διαδόθηκε ταχύτατα από υποστηρικτές του δεξιού κόμματος του προέδρου Ιβάν Ντούκε, που υπερθεμάτισαν.
Η εφημερίδα New York Times υπερασπίστηκε τον δημοσιογράφο της, απαντώντας στην πολιτικό: «Ενημερώνουμε με τρόπο ακριβή και αμερόληπτο (…). Σε αυτή την περίπτωση, αναφέρουμε απλούστατα τι λένε έγγραφα που έχουν συνταχθεί από τον στρατό, καθώς και πληροφορίες που μας δόθηκαν από κολομβιανούς αξιωματικούς».
@nytimes no toma partido en ningún conflicto político en ninguna parte del mundo. Informamos de manera precisa e imparcial. Lee nuestra respuesta completa. pic.twitter.com/U421QJkcU9
— NYTimes Communications (@NYTimesPR) May 18, 2019
Μετά τις αντεγκλήσεις αυτές, ο υπουργός Άμυνας αναφέρθηκε με τη σειρά του στο άρθρο, χαρακτηρίζοντάς το «γεμάτο ασυναρτησίες», παρόντος του αρχηγού του Κράτους.
Ο επικεφαλής της διεύθυνσης της ΜΚΟ Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) που είναι αρμόδια για τη Λατινική Αμερική, ο Χοσέ Μιγκέλ Βιβάνκο, σχολίασε το άρθρο το Σάββατο.
«Αυτές οι πρακτικές υποδεικνύουν ότι ο στρατός (…) και το υπουργείο Άμυνας δεν έμαθαν τίποτα από τα πιο μαύρα κεφάλαια της ιστορίας της Κολομβίας, αυτά των “falsos positivos” (“ψευδώς θετικών”), και θέτουν τον άμαχο πληθυσμό σε μεγάλο κίνδυνο», έκρινε μέσω Twitter.
Estás prácticas sugieren que el actual Ejército y @mindefensa no han aprendido nada de uno de los capítulos más oscuros de la historia de Colombia—el de los “falsos positivos”.
Estos incentivos ponen en serio riesgo a la población civil.
El gobierno debe dar explicaciones. https://t.co/GnitjDMpO4
— José Miguel Vivanco (@JMVivancoHRW) May 18, 2019
Η μαύρη περίοδος Ουρίμπε
Η έκφραση «ψευδώς θετικά» παραπέμπει στις πρακτικές του στρατού από το 2000 ως το 2008, όταν στην προεδρία βρισκόταν ο Άλβαρο Ουρίμπε, ο πολιτικός μέντορας του σημερινού προέδρου: εκτελούνταν πολίτες που κατόπιν παρουσιάζονταν ως αντάρτες οι οποίοι σκοτώθηκαν σε μάχες.
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «πάνω από 3.000 πολίτες» δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Συνολικά, 961 άνθρωποι έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα αυτής της φύσης, σύμφωνα με την εισαγγελία.
Η Κολομβία, η χώρα που κατατάσσεται πρώτη παγκοσμίως στην παραγωγή κοκαΐνης, βίωσε πάνω από μισό αιώνα αιματηρού πολέμου στον οποίο ενεπλάκησαν οργανώσεις ανταρτών, παραστρατιωτικοί, ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας, αλλά και συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά. Η σύρραξη στην Κολομβία στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 260.000 ανθρώπους, στη συντριπτική τους πλειονότητα (82%) άμαχους, άλλοι 83.000 άνθρωποι θεωρούνται επισήμως αγνοούμενοι, ενώ εκτοπίστηκαν πάνω από επτά εκατομμύρια πολίτες από το 1958, κατά στοιχεία που είχε δημοσιοποιήσει πέρυσι το Εθνικό Κέντρο για την Ιστορική Μνήμη.