Κατά της ειρηνευτικής συμφωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση του Μανουέλ Σάντος και την οργάνωση Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας γνωστή ως FARC τάχθηκε το 50,21% των Κολομβιανών, έναντι του 49,78% που ψήφισαν «ναι». Τα ποσοστά αυτά προκύπτουν ενώ έχει καταμετρηθεί το 99,98% των ψήφων. Χαμηλή ήταν η συμμετοχή στο δημοψήφισμα, που έφτασε στο 37,43%.
Η απόφαση των Κολομβιανών που κλήθηκαν να απαντήσουν με ένα “ναι” ή ένα “όχι” στο ερώτημα: «υποστηρίζετε την οριστική συμφωνία τερματισμού της σύρραξης και οικοδόμησης μιας σταθερής και διαρκούς ειρήνης;» προκαλεί τουλάχιστον έκπληξη. Και όλοι αναρωτιούνται αν η εμφύλια σύρραξη που διαρκή 52 χρόνια, θα συνεχιστεί.
Η συμφωνία, ένα κείμενο έκτασης 297 σελίδων, ήταν το αποτέλεσμα τεσσάρων ετών σκληρών διαπραγματεύσεων στην Αβάνα της Κούβας. Το «ναι» έλαβε 6.346.055 ψήφους, πολλές περισσότερες από το ελάχιστο όριο των 4,4 εκατομμυρίων (13% του εκλογικού σώματος) που απαιτείτο. Όμως το «όχι», αντίθετα με ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις που του έδιναν 35% ως 45% το πολύ—συγκέντρωσε 6.408.350 ψήφους.
Τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, η συμμετοχή στο οποίο δεν ήταν υποχρεωτική ούτε και το αποτέλεσμά του δεσμευτικό, ήθελε ο πρόεδρος Χουάν Μανουέλ Σάντος για να δοθεί η «μεγαλύτερη δυνατή νομιμοποίηση» στη συμφωνία που συνυπέγραψε με τον ηγέτη των FARC, Ροντρίγκο Λοντόνιο, γνωστότερο με το ψευδώνυμο Τιμολέον Χιμένες, ή Τιμοσένκο.
Η κυβέρνηση και οι αντάρτες με τη συμφωνία αυτή επιδίωκαν τον τερματισμό της παλιότερης ένοπλης σύρραξης στην αμερικανική ήπειρο, στην οποία έχασαν τη ζωή τους πάνω από 260.000 άνθρωποι, άλλοι 45.000 παραμένουν επισήμως αγνοούμενοι και 6,9 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν.
Το αποτέλεσμα ήταν εντελώς απροσδόκητο για τις εταιρείες δημοσκοπήσεων. Επί εβδομάδες, το «ναι» φερόταν να προηγείται με τεράστια διαφορά: συγκέντρωνε από το 55% των προθέσεων ψήφου, κατά το ινστιτούτο Datexco, έως και το 66% κατά την εταιρεία Ipsos Napoleón Franco.
Η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει επανειλημμένα πως δεν έχει σχέδιο Β σε περίπτωση ήττας του «ναι» και απέκλειε κάθε ενδεχόμενο να επαναδιαπραγματευθεί τη συμφωνία. Πάντως, ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος διεμήνυσε ότι δεν πρόκειται να κάνει πίσω. «Δεν εγκαταλείπω την προσπάθεια, θα συνεχίσω να επιδιώκω την ειρήνη για το υπόλοιπο της θητείας μου, διότι αυτός είναι ο τρόπος να αφήσουμε μια καλύτερη χώρα στα παιδιά μας», είπε ο πρόεδρος της Κολομβίας, η θητεία του οποίου λήγει τον Αύγουστο του 2018.
Ο Σάντος διαβεβαίωσε ότι η αμοιβαία και οριστική κατάπαυση του πυρός η οποία κηρύχθηκε την 29η Αυγούστου «είναι ακόμη έγκυρη και θα παραμείνει σε ισχύ». «Σας κάλεσα να αποφασίσετε εάν υποστηρίζετε ή όχι αυτό που συμφωνήθηκε για τον τερματισμό του πολέμου με την οργάνωση FARC, και η πλειοψηφία, έστω κι αν είναι μια πολύ μικρή πλειοψηφία, είπε “όχι”», δήλωσε ο Σάντος, προσθέτοντας «η άλλη μισή χώρα είπε “ναι”».
«Θα καλέσω όλες τις πολιτικές δυνάμεις—και ιδίως εκείνες που τάχθηκαν υπέρ του “όχι—για να τις ακούσω, για να αρχίσω έναν διάλογο και να αποφασίσω ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε», πρόσθεσε ο Σάντος. Επικεφαλής του στρατοπέδου του «όχι» είναι ο δεξιός πρώην πρόεδρος, νυν γερουσιαστής, Άλβαρο Ουρίμπε.
«Έδωσα οδηγίες στον επικεφαλής διαπραγματευτή της κυβέρνησης (Ουμπέρτο ντε λα Κάγιε) και στον ύπατο επίτροπο για την ειρήνη (Σέρχιο Χαραμίγιο) να πάνε στην Αβάνα για να ενημερώσουν τους διαπραγματευτές των FARC για τα αποτελέσματα αυτού του πολιτικού διαλόγου», διευκρίνισε ακόμη ο Χουάν Μανουέλ Σάντος.
Ο Άλβαρο Ουρίμπε, σφοδρός επικριτής της συμφωνίας ειρήνης, ειδικά της «ατιμωρησίας» των ανταρτών, κάλεσε από την πλευρά του να υπάρξει μια «μεγάλη εθνική συμφωνία». «Θέλουμε να συμβάλλουμε σε μια μεγάλη εθνική συμφωνία. Μας φαίνεται θεμελιώδες ότι δεν πρέπει, στο όνομα της ειρήνης, να τεθούν σε κίνδυνο οι αξίες που την καθιστούν εφικτή», είπε ο πρώην πρόεδρος της χώρας (2002-2010) από το Ριονέγρο, στη βορειοδυτική Κολομβία, αντιδρώντας στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Οι αντίπαλοι της συμφωνίας καταγγέλλουν κυρίως τη «χαλαρότητα» των ποινών που προβλεπόταν να επιβληθούν στους αντάρτες που διέπραξαν τα πιο σοβαρά εγκλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και τη συμμετοχή των ανταρτών μετά την αποστράτευσή τους στην πολιτική ζωή, εκφράζοντας φόβους για τον «καστροτσαβισμό» τους, την επιρροή τους από τις κυβερνήσεις της Κούβας και της Βενεζουέλας.
Από την Αβάνα, ο Ροντρίγκο Λοντόνιο, πιο γνωστός ως Τιμολέον Χιμένες ή Τιμοσένκο, ο ηγέτης των FARC, εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι «η καταστροφική δύναμη αυτών που σπέρνουν το μίσος και την εχθρότητα επηρέασε την κρίση του κολομβιάνικου λαού», αλλά διαβεβαίωσε ότι οι αντάρτες «δεν θα χρησιμοποιούν παρά μόνο τις λέξεις ως όπλο για την οικοδόμηση του μέλλοντος».
Ο Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), η έτερη οργάνωση ανταρτών της Κολομβίας, αντέδρασε στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος καλώντας να συνεχιστεί η αναζήτηση μιας «λύσης μέσω διαπραγματεύσεων» στην ένοπλη σύρραξη που σπαράσσει τη χώρα επί μισό αιώνα και πλέον.
Ο ELN τόνισε σε μια ανάρτησή του στο Twitter ότι «παρά το αποτέλεσμα» του δημοψηφίσματος, πρέπει να «συνεχίσουμε να μαχόμαστε για την ειρήνη». «Καλούμε την κοινωνία της Κολομβίας να συνεχίσει να επιδιώκει τον τερματισμό της ένοπλης σύρραξης μέσω διαπραγματεύσεων», ανέφερε η οργάνωση, που επίσης αναμένεται να διεξαγάγει ειρηνευτικές συνομιλίες με την κυβέρνηση του προέδρου Σάντος, όπως είχε ανακοινωθεί τον Μάρτιο.
Ο ELN είχε εκφράσει τη διαφωνία του με ορισμένα από τα σημεία της συμφωνίας ειρήνης στην οποία κατέληξαν η Μπογοτά και οι FARC. Ωστόσο, διαβεβαίωσε ότι θα τη σεβαστεί και κήρυξε μονομερώς κατάπαυση του πυρός από την 30ή Σεπτεμβρίου ως την 5η Οκτωβρίου, με σκοπό να διευκολύνει τη συμμετοχή των Κολομβιανών στο δημοψήφισμα.
«Πόσο θλιβερό. Φαίνεται ότι η Κολομβία ξέχασε την σκληρότητα του πολέμου, τους νεκρούς μας, τους τραυματίες μας, τους ακρωτηριασμένους μας, τα θύματα και τα δεινά που ζήσαμε σε αυτόν τον πόλεμο», δήλωσε η Αντριάνα Ριβέρα, 43 ετών, καθηγήτρια φιλοσοφίας, με δάκρυα στα μάτια.
Το αποτέλεσμα αποτελεί τεράστια ήττα για τον Σάντος, ο οποίος ανέμενε ότι μετά το δημοψήφισμα θα άρχιζε ειρηνευτικές συνομιλίες με τον Στρατό Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), μια μικρότερη οργάνωση ανταρτών, και κυρίως ότι θα έστρεφε την προσοχή του σε μια μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και άλλα οικονομικά μέτρα για να αντισταθμιστεί η μείωση των κρατικών εσόδων εξαιτίας της κατακρήμνισης των τιμών του πετρελαίου.
Η κυβέρνηση του Σάντος ήλπιζε ότι η αποκατάσταση της ειρήνης θα σηματοδοτούσε μια τεράστια αύξηση των ξένων επενδύσεων σε χρυσωρυχεία, πετρελαιοπηγές και καλλιέργειες, αλλά μετά το χθεσινό αποτέλεσμα, αυτό μοιάζει να τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ