Κρατούμενος από το Πακιστάν, ο οποίος κατήγγειλε δημόσια πως υπέστη βασανιστήρια σε μυστικά κέντρα κράτησης της CIA, αφέθηκε ελεύθερος από την αμερικανική στρατιωτική φυλακή στο Γκουαντάναμο. Ο άνδρας, σύμφωνα με τις αμερικανικές αρχές, μεταφέρθηκε στο Μπελίζ.
Ο Ματζίντ Χαν από το Πακιστάν που είχε ομολογήσει την ενοχή του του 2012 και δέχθηκε να καταθέσει σε βάρος πρώην μελών της τζιχαντιστικής οργάνωσης Αλ Κάιντα, «εξέτισε την ποινή του», σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Σε διαβούλευση με τους εταίρους μας στο Μπελίζ, εκπληρώσαμε τις προϋποθέσεις για να μεταφερθεί με υπεύθυνο τρόπο» στο μικρό κράτος της κεντρικής Αμερικής, πρόσθεσε σε ανακοίνωσή του το Πεντάγωνο.
Το χρονικό
Γεννημένος στη Σαουδική Αραβία πριν από 42 χρόνια, ο άνδρας μετανάστευσε στις ΗΠΑ στα 16 του. Κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη χώρα καταγωγής του, στρατολογήθηκε από μέλη της οικογένειάς του, που ανήκαν στην Αλ Κάιντα.
Μετά τη σύλληψή του τον Μάρτιο του 2003 στο Καράτσι, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων των Αμερικανών μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο, πέρασε από διάφορα μυστικά κέντρα κράτησης της CIA, όπου υπέστη επανειλημμένα βασανιστήρια.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ξυλοδαρμοί, σεξουαλικές επιθέσεις, στερήσεις τροφής, εικονικοί πνιγμοί: Το 2021, αφηγήθηκε στους στρατοδίκες τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε. Το μαρτύριο που βίωσε συμπεριλήφθηκε εξάλλου σε έκθεση της αμερικανικής Γερουσίας για τη χρήση βασανιστηρίων από τη CIA μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Ο Ματζίντ Χαν μετήχθη το 2006 στο στρατόπεδο VII του Γκουαντάναμο για κρατούμενους «υψηλής αξίας».
«Δεύτερη ευκαιρία»
Το 2012, ομολόγησε την ενοχή του για «συνωμοσία, φόνο και απόπειρα φόνου κατά παραβίαση του δικαίου του πολέμου, υλική υποστήριξη σε τρομοκρατική οργάνωση και κατασκοπεία» κι υποσχέθηκε να συνεργαστεί με τους ερευνητές με αντάλλαγμα μειωμένη ποινή.
Παραδέχθηκε πως υπέθαλψε επιθέσεις εναντίον πρατηρίων καυσίμων και ταμιευτήρων νερού στις ΗΠΑ και ότι αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον πρώην πρόεδρο του Πακιστάν Περβέζ Μουσάραφ. Ομολόγησε επίσης ότι μετέφερε και παρέδωσε ποσό 50.000 δολαρίων για να χρηματοδοτηθεί επίθεση εναντίον ξενοδοχείου την Τζακάρτα το 2003, που είχε στοιχίσει τη ζωή σε 11 ανθρώπους.
Την Πέμπτη δήλωσε πως «λυπάται βαθιά» για τις πράξεις του και «ζητά συγγνώμη από αυτούς που έκανε να υποφέρουν».
«Μου δίνεται δεύτερη ευκαιρία κι έχω πρόθεση να την αδράξω», πρόσθεσε ο Ματζίντ Χαν. «Υπόσχομαι σε όλους, πάνω απ’ όλα στους πολίτες του Μπελίζ, πως θα είμαι παραγωγικό και νομοταγές μέλος της κοινωνίας».
Διευκρίνισε πως θα ξαναβρεί εκεί τη σύζυγό του, θα γνωρίσει την κόρη του που γεννήθηκε μετά τη σύλληψή του κι ελπίζει να ασχοληθεί με την εστίαση. «Συνειδητοποιώ πως μάλλον θα δυσκολευτώ να μάθω ξανά να ζω μετά το Γκουαντάναμο», πρόσθεσε.
Η στρατιωτική φυλακή σε αμερικανό έδαφος στην Κούβα άνοιξε το 2002, για να μετάγονται σε αυτήν μέλη της Αλ Κάιντα και φερόμενοι ως συνεργοί στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Μετατράπηκε σε αγκάθι για την Ουάσιγκτον, που δέχθηκε σφοδρές επικρίσεις για παράνομες φυλακίσεις, αθρόες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασανιστήρια. Στην κορύφωση του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», κρατούνταν εκεί κάπου 800 «εχθρικοί μαχητές», όρος που χρησιμοποιείτο ώστε να μην αναγνωρίζεται στους κρατούμενους καθεστώς αιχμαλώτων πολέμου.
Σήμερα, δεν απομένουν παρά 34 έγκλειστοι σε αυτήν, περίπου 20 από τους οποίους κρίνεται πως μπορεί να μεταφερθούν αλλού, κατά τους αριθμούς του Πενταγώνου.
«Το Γκουαντάναμο είναι ντροπή για τη χώρα μας» και «ελπίζουμε πως σήμερα έγινε άλλο ένα βήμα προς το κλείσιμό του», σχολίασε η Κάτια Τζέστιν, συνήγορος του Ματζίντ Χαν από το 2009.