Ξεκίνησε λίγο μετά τις 22.30 η τηλεδιάσκεψη του Eurogroup έπειτα από αλλεπάλληλες αναβολές, σύμφωνα με νεότερη ανάρτηση του εκπροσώπου του προέδρου Μάριο Σεντένο, Λουίς Ρέγκο. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, υπάρχουν ενδείξεις πως τελικά θα επιτευχθεί συμφωνία.
«Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε τη συνεδρίαση του Eurogroup. Θα αρχίσει στις 21.30 ώρα Βρυξελλών» έγραψε σε ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter, ο Λουίς Ρέγκο.
The meeting has started! https://t.co/SZZwyvkRtY pic.twitter.com/40anitS2mk
— LuisRego (@ljrego) April 9, 2020
Αρχικά η τηλεδιάσκεψη του Eurogroup ,των υπουργών Οικονομικών των κρατών μελών για το τι μέλλει γενέσθαι με τον οικονομικό αντίκτυπο του κορονοϊού, ήταν να ξεκινήσει στις 6 το απόγευμα.
Click4more: Eurogroup: Δεν ξεκινά αν δεν τα βρουν – Οργιάζει το παρασκήνιο
Παρά τα προβλήματα και τις διαφωνίες που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη ο πρόεδρος του Eurogroup, εξέφρασε την πεποίθηση πως είμαστε κοντά σε συμφωνία. «Είμαστε πολύ κοντά σε μία συμφωνία. Πιστεύω – εξακολουθώ να πιστεύω – ότι αυτή τη φορά θα αρθούμε όλοι στο ύψος των περιστάσεων. Και θα δείξουμε το αναγκαίο πνεύμα συμβιβασμού, το οποίο είναι το θεμέλιο της Ένωσης μας», έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter ο Μάριο Σεντένο.
Στο τραπέζι του Eurogroup
Το πακέτο μέτρων που συζητεί το Eurogroup, με το οποίο η συνολική δημοσιονομική απάντηση της ΕΕ στην επιδημία του κορονοϊού θα ανερχόταν στα 3,2 τρισ. ευρώ – το μεγαλύτερο στον κόσμο – περιλαμβάνει μέτρα που μπορούν να ληφθούν τώρα καθώς και σχέδια για τη στήριξη της ανάκαμψης αργότερα. Και τα δύο περιλαμβάνουν αμφιλεγόμενα στοιχεία που αναδεικνύουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την προσέγγισή τους σχετικά με τον επιμερισμό του χρηματοδοτικού βάρους στην κρίση, επαναφέροντας τις δυσάρεστες συζητήσεις και τη δυσπιστία της κρίσης κρατικού χρέους του 2010-2012.
Το κύριο πρόβλημα στις συζητήσεις των υπουργών, που όπως προαναφέραμε, επρόκειτο να ξεκινήσουν στις 18.00 (ώρα Ελλάδας), είναι οι όροι με τους οποίους οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να έχουν πρόσβαση σε φθηνές πιστώσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM). Η Ιταλία είναι έτοιμη να δεχθεί πολύ ελαφρούς όρους, λέγοντας ότι τα χρήματα, αν χρησιμοποιηθούν, θα πρέπει να διατεθούν σε δαπάνες σχετικές με την υγεία τώρα και ότι αργότερα η χώρα πρέπει να τηρεί τους γενικούς δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ που έχουν στόχο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Η Ολλανδία, η οποία είναι μόνη στη σκληρή στάση της, θέλει αυστηρότερους όρους, περιλαμβανομένων οικονομικών κριτηρίων για κάθε χώρα, οι οποίοι είναι πολιτικά μη αποδεκτοί για τη Ρώμη, επειδή θα την έκαναν να φαίνεται ότι βρίσκεται υπό την οικονομική εποπτεία της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι η πανδημία δεν είναι ευθύνη της Ιταλίας.
Αν και αξιωματούχοι ανέφεραν ότι οι διαφορές αφορούν κυρίως τη φρασεολογία, παραμένουν κρίσιμης σημασίας για να υπογράψουν όλοι οι υπουργοί την τελική έκθεση για το πακέτο που θα σταλεί στους ηγέτες της ΕΕ.
«Δεν ήμασταν πολύ μακριά», δήλωσε αξιωματούχος της Ευρωζώνης που συμμετείχε στις διαβουλεύσεις. «Η Ολλανδία θα χρειασθεί να κινηθεί λίγο, διαφορετικά δεν υπάρχει αποτέλεσμα ξανά. Αυτό θα είναι κρίσιμης σημασίας. Υπάρχουν πολλές εκκλήσεις που συνεχίζονται, σε όλα τα επίπεδα», πρόσθεσε.
Γαλλία – Γερμανία… συμμαχία
Σε μία σπάνια περίπτωση άσκησης ανοικτής πίεσης στην Ολλανδία, Γάλλος αξιωματούχος από το γραφείο του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν αποκάλεσε την ολλανδική θέση ακατανόητη και ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ είπε ότι η Γαλλία και η Γερμανία θα προχωρήσουν τις διαβουλεύσεις σήμερα. «Είναι σημαντικό να λάβουμε αυτή την απόφαση σήμερα για τα 500 δισ. ευρώ που συζητούνται – είναι ένα απίστευτα μεγάλο ποσό που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να βοηθήσουμε πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα στις χώρες που έχουν πληγεί σκληρότερα, την Ισπανία και την Ιταλία», δήλωσε ο Αλτμάιερ σε ραδιοφωνική του συνέντευξη.
Το τμήμα του πακέτου, που έχει σε μεγάλο βαθμό συμφωνηθεί, είναι οι εγγυήσεις στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για τη στήριξη των επιχειρήσεων και για το σχήμα με το οποίο η ΕΕ θα επιδοτεί τους μισθούς σε όλη την Ένωση, ώστε οι εταιρείες να μπορούν να μειώνουν τις ώρες εργασίας και όχι τις θέσεις απασχόλησης.