Ο Μαξ Μπορν (11 Δεκεμβρίου 1882 – 5 Ιανουαρίου 1970) ήταν Γερμανός μαθηματικός και φυσικός εβραϊκής καταγωγής, που συνέβαλε στη θεμελίωση της κβαντομηχανικής. Το 1954 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής για την ερμηνεία που έδωσε στην κυματοσυνάρτηση του Έρβιν Σρέντιγκερ.
Υπήρξε ένας εκ των 11 που υπέγραψαν το Μανιφέστο Ράσελ – Αϊνστάιν. Το Μανιφέστο υπογράμμιζε τους κινδύνους της χρήσης πυρηνικών όπλων. Ήταν προσωπικός φίλος με τον Αϊνστάιν, με τον οποίο διαφωνούσαν για την ισχύ της κβαντομηχανικής. Σε ένα γράμμα του Αϊνστάιν προς τον Μπορν αναφέρεται η περίφημη φράση «Ο θεός δεν παίζει ζάρια».
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Μαξ Μπορν
Γεννήθηκε στο Μπρεσλάου του Βασιλείου της Πρωσίας, το σημερινό Βρότσλαβ της Πολωνίας, από Γερμανοεβραίους γονείς. Τον Γκούσταφ Γιάκομπ Μπορν (1851-1900), ανατόμο και εμβρυολόγο, καθηγητή της εμβρυολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου. Και τη σύζυγό του Μαργκαρέτε («Γκρέτσεν»), το γένος Κάουφμαν, από μία οικογένεια βιομηχάνων. Η μητέρα του πέθανε όταν ο Μαξ ήταν 4 ετών, στις 29 Αυγούστου 1886. Ο Μαξ είχε μία αδελφή, την Κάτε, η οποία γεννήθηκε το 1884, και έναν ετεροθαλή αδελφό, τον Βόλφγκανγκ, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του, με την Μπέρθα Λίπσταϊν. Αργότερα ο Βόλφγκανγκ έγινε καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο City College της Νέας Υόρκης.
Ο Μπορν πήγε στο «Γυμνάσιο Βασιλέως Γουλιέλμου» (König-Wilhelm-Gymnasium) στο Μπρεσλάου. Μετά εισάχθηκε στο Πανεπιστήμιο της πόλης, το 1901. Στο Γκέτινγκεν συνάντησε τρεις φημισμένους μαθηματικούς. Τους Χίλμπερτ, Κλάιν και Χέρμαν Μινκόφσκι. Πολύ σύντομα, ο Μπορν συνδέθηκε στενά με τους δύο τελευταίους, επωφελούμενος όμως και από το διανοητικό μέγεθος του Χίλμπερτ.
Η αμφισβήτηση στη δουλειά του και η γνωριμία με τη γυναίκα του
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, ο Μπορν υπηρέτησε 6 εβδομάδες ακόμα στον στρατό. Στη συνέχεια επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου εργάσθηκε για την υφηγεσία του στη φυσική υπό την επίβλεψη των Ότο Λούμερ και Ερνστ Πρίνγκσαϊμ. Τότε ένα μικρό ατύχημα με το πείραμα μέλανος σώματος του Μπορν, το σκίσιμο ενός σωλήνα νερού ψύξεως και ένα πλημμυρισμένο εργαστήριο, έκαναν τον Λούμερ να του πει πως δεν θα γινόταν ποτέ φυσικός.
Το 1912 ο Μπορν συνάντησε τη Χέντβιχ Έρενμπεργκ, κόρη καθηγητή Νομικής του Πανεπιστημίου Λειψίας και φίλη της κόρης του Καρλ Ρούνγκε. Στις 2 Αυγούστου 1913ο Μπορν και η Χέντβιχ παντρεύτηκαν. Αυτό υπήρξε μία από τις αιτίες που τον έπεισαν να βαπτισθεί Λουθηρανός Χριστιανός, τον Μάρτιο του 1914. Αυτό έγινε πραγματικότητα παρότι θεωρούσε «τις θρησκευτικές ομολογίες και Εκκλησίες ασήμαντα πράγματα».
Από τον γάμο τους, το ζεύγος απέκτησε τρία τέκνα. Δύο κόρες, την Ιρένε (γεννήθηκε το 1914) και τη Μαργκαρέτε (ή «Γκρίτλι», γενν. το 1915), και έναν γιο, τον Γκούσταφ, μετέπειτα καθηγητή της φαρμακολογίας στο Κέιμπριτζ και στο Κινγκ’ς Κόλετζ, που γεννήθηκε το 1921. Ο Μαξ Μπορν ήταν παππούς της Βρετανοαυστραλής τραγουδίστριας Ολίβια Νιούτον-Τζον.
Το Νόμπελ που αρχικά δεν πήρε και μια προσφορά που δεν αναγνωρίστηκε
Το 1928 πάντως ο Αϊνστάιν πρότεινε τους Χάιζενμπεργκ, Μπορν και Γιόρνταν για το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής. Αλλά μόνο ο πρώτος κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ του 1932, ενώ οι Σρέντινγκερ και Ντιράκ μοιράστηκαν το Νόμπελ του 1933.
Στις 25 Νοεμβρίου 1933 ο Μπορν έλαβε ένα γράμμα από τον Χάιζενμπεργκ, στο οποίο ανέφερε ότι είχε θέμα με τη συνείδησή του. Ο λόγος ήταν ότι αυτός μόνο είχε ανταμειφθεί με το Βραβείο «για δουλειά που είχε γίνει συνεργατικά στο Γκέτινγκεν — από εσένα, τον Γιόρνταν και μένα». Συνέχιζε λέγοντας πως η συνεισφορά των Μπορν και Γιόρνταν στην κβαντομηχανική δεν μπορεί να αναιρεθεί από «μία λάθος απόφαση εκ των έξω». Το 1954 ο Χάιζενμπεργκ έγραψε ένα άρθρο που τιμούσε τους Μπορν και Γιόρνταν για την συνεισφορά τους στην κβαντομηχανική, παρά το ότι δεν «αναγνωρίσθηκαν κατάλληλα δημοσίως».
Η απειλή των Ναζί και τα τελευταία χρόνια της ζωής του
Τον Ιανουάριο του 1933 το Ναζιστικό Κόμμα ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία. Τον Μάιο ο Μπορν ήταν ένας από τους 6 Εβραίους καθηγητές του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν που τέθηκαν σε αμειβόμενη διαθεσιμότητα. Τον Νοέμβριο του 1935 το ναζιστικό καθεστώς αφαίρεσε τη γερμανική υπηκοότητα από τα μέλη της οικογένειας Μπορν.
Ο Μπορν έγινε Εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας του Εδιμβούργου το 1937 και της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου. Παρέμεινε στο Εδιμβούργο μέχρι που έφθασε σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως το 1952.
Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς έμαθε ότι του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ. Οι συνάδελφοί του φυσικοί δεν είχαν πάψει ποτέ να υποβάλλουν την υποψηφιότητά του. Το αιτιολογικό για τη βράβευση ήταν η “θεμελιώδης έρευνα στην κβαντομηχανική, ιδίως στη στατιστική ερμηνεία της κυματοσυναρτήσεως” — ένα πεδίο στο οποίο είχε εργασθεί μόνος του. Στη διάλεξή του για το Νόμπελ αναφέρθηκε στις φιλοσοφικές συνέπειες του έργου του:
«Πιστεύω ότι ιδέες όπως η απόλυτη βεβαιότητα, η απόλυτη ακρίβεια, η «τελική αλήθεια», κλπ. αποτελούν κατασκευάσματα της φαντασίας. Αυτά δεν θα πρέπει να αναμιγνύονται σε κανένα πεδίο της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, κάθε πρόταση πιθανότητας είναι είτε ορθή, είτε λανθασμένη από την οπτική γωνία της θεωρίας. Αυτή η χαλάρωση της νοήσεως φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη ευλογία που έχει προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη. Γιατί η πίστη σε μία μοναδική αλήθεια και στην κατοχή της από κάποιον άνθρωπο αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών».
Απεβίωσε στο νοσοκομείο του Γκέτινγκεν το 1970, σε ηλικία 87 ετών. Τάφηκε στο εκεί νεκροταφείο, στο οποίο είναι θαμμένοι και οι Βάλτερ Νερνστ, Βίλχελμ Βέμπερ και Ντάβιντ Χίλμπερτ. Την προσφορά του στον χώρο των επιστημών τιμά η Google με Doodle σήμερα.
Το doodle της Google
Πηγή βίντεο: Rajamanickam Antonimuthu